στεάτωμα: Difference between revisions

From LSJ

ἰὼ, σκότος, ἐμὸν φάος, ἔρεβος ὦ φαεννότατον, ὡς ἐμοί, ἕλεσθ' ἕλεσθέ μ' οἰκήτορα → ah, darkness that is my light, gloom that is most bright for me, take me, take me to dwell in you

Source
(6_3)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=steatoma
|Transliteration C=steatoma
|Beta Code=stea/twma
|Beta Code=stea/twma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">sebaceous tumour</b>, Dsc.<span class="title">Eup.</span>1.148, Antyll. ap. <span class="bibl">Orib.45.2.1</span>, Gal.10.158, <span class="bibl">Poll.4.203</span>:—also Dim. στεᾱτ-ωμάτιον, τό, Heliod. ap. <span class="bibl">Orib. 45.5.3</span>.</span>
|Definition=-ατος, τό, [[sebaceous tumour]], Dsc.''Eup.''1.148, Antyll. ap. Orib.45.2.1, Gal.10.158, Poll.4.203:—also Dim. [[στεατωμάτιον]], τό, Heliod. ap. Orib. 45.5.3.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''στεάτωμα''': [ᾱ], τό, στεατῶδες [[οἴδημα]], Γαλην., κλπ.. ἴδε [[Πολυδ]]. Δ΄, 103· - [[ὡσαύτως]] ὑποκορ. στεατωμάτιον, τό, Ἡλιόδ. παρ’ Ὀρειβασ. 37 Mai.
|lstext='''στεάτωμα''': [ᾱ], τό, στεατῶδες [[οἴδημα]], Γαλην., κλπ.. ἴδε Πολυδ. Δ΄, 103· - [[ὡσαύτως]] ὑποκορ. στεατωμάτιον, τό, Ἡλιόδ. παρ’ Ὀρειβασ. 37 Mai.
}}
{{grml
|mltxt=το, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ιατρ.</b> [[κάθε]] όγκος που περιέχει λιπώδη ιστό, όπως [[είναι]] το ψευδαθήρωμα, το [[χολοστεάτωμα]] κ.ά.<br /><b>2.</b> <b>ζωολ.</b> [[γένος]] αραχνιδίων<br /><b>αρχ.</b><br />στεατώδες [[οίδημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στέαρ]], -<i>ατος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ωμα</i> (<b>πρβλ.</b> [[πέπλος]]: [[πέπλωμα]])].
}}
}}

Latest revision as of 11:05, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στεᾱτωμα Medium diacritics: στεάτωμα Low diacritics: στεάτωμα Capitals: ΣΤΕΑΤΩΜΑ
Transliteration A: steátōma Transliteration B: steatōma Transliteration C: steatoma Beta Code: stea/twma

English (LSJ)

-ατος, τό, sebaceous tumour, Dsc.Eup.1.148, Antyll. ap. Orib.45.2.1, Gal.10.158, Poll.4.203:—also Dim. στεατωμάτιον, τό, Heliod. ap. Orib. 45.5.3.

German (Pape)

[Seite 931] τό, Talg, bes. Fettgeschwulst, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

στεάτωμα: [ᾱ], τό, στεατῶδες οἴδημα, Γαλην., κλπ.. ἴδε Πολυδ. Δ΄, 103· - ὡσαύτως ὑποκορ. στεατωμάτιον, τό, Ἡλιόδ. παρ’ Ὀρειβασ. 37 Mai.

Greek Monolingual

το, ΝΑ
νεοελλ.
1. ιατρ. κάθε όγκος που περιέχει λιπώδη ιστό, όπως είναι το ψευδαθήρωμα, το χολοστεάτωμα κ.ά.
2. ζωολ. γένος αραχνιδίων
αρχ.
στεατώδες οίδημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στέαρ, -ατος + -ωμα (πρβλ. πέπλος: πέπλωμα)].