παραδοξάζω: Difference between revisions

From LSJ

Κακοῦ μεταβολὴν ἀνδρὸς οὐ δεῖ προσδοκᾶν → Non exspectandus improbi flexus viri → Auf Wandel eines schlechten Mannes warte nicht

Menander, Monostichoi, 282
(6_20)
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=paradoksazo
|Transliteration C=paradoksazo
|Beta Code=paradoca/zw
|Beta Code=paradoca/zw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">make wonderful</b> or <b class="b2">extraordinary</b>, <span class="bibl">LXX <span class="title">2 Ma.</span>3.30</span>; <b class="b3">τὰς πληγάς σου</b> <b class="b2">will lay unheard-of</b> inflictions <b class="b2">upon</b> thee, ib.<span class="bibl"><span class="title">De.</span>28.59</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b3">π. ἀνὰ μέσον τῶν κτηνῶν</b> <b class="b2">put a mark of distinction</b> between, <b class="b2">separate</b>, ib.<span class="bibl"><span class="title">Ex.</span>9.4</span>; <b class="b3">π. τὴν γῆν</b> ib.<span class="bibl">8.22</span>.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[make wonderful]] or [[extraordinary]], [[LXX]] ''2 Ma.''3.30; <b class="b3">τὰς πληγάς σου</b> [[will lay unheard-of]] inflictions [[upon]] thee, ib.''De.''28.59.<br><span class="bld">2</span> <b class="b3">π. ἀνὰ μέσον τῶν κτηνῶν</b> [[put a mark of distinction]] between, [[separate]], ib.''Ex.''9.4; <b class="b3">π. τὴν γῆν</b> ib.8.22.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''παραδοξάζω''': ποιῶ θαυμάσιον, ἔνδοξον, Ἑβδ. (Β΄ Μακκ. Γ΄, 30)· [[δοξάζω]], παραδοξάσει Κύριος τὰς [[πληγάς]] σου Ἑβδ. (Δευτερ. Η΄, 59)· - [[ὡσαύτως]] ἐπὶ κακῆς σημασίας, [[αὐτόθι]]. 2) = [[διαστέλλω]], [[μετὰ]] γεν., παραδοξάσω ἐγὼ ἀνὰ [[μέσον]] τῶν κτηνῶν Ἑβδ. (Ἔξοδ. Θ΄, 4)· π. τὴν γὴν [[αὐτόθι]] (Ἔξοδ. Η΄, 22).
|lstext='''παραδοξάζω''': ποιῶ θαυμάσιον, ἔνδοξον, Ἑβδ. (Β΄ Μακκ. Γ΄, 30)· [[δοξάζω]], παραδοξάσει Κύριος τὰς [[πληγάς]] σου Ἑβδ. (Δευτερ. Η΄, 59)· - [[ὡσαύτως]] ἐπὶ κακῆς σημασίας, [[αὐτόθι]]. 2) = [[διαστέλλω]], μετὰ γεν., παραδοξάσω ἐγὼ ἀνὰ [[μέσον]] τῶν κτηνῶν Ἑβδ. (Ἔξοδ. Θ΄, 4)· π. τὴν γὴν [[αὐτόθι]] (Ἔξοδ. Η΄, 22).
}}
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br />[[καθιστώ]] [[κάτι]] περίφημο, αξιοθαύμαστο, έκτακτο, εκπληκτικό («τὸν κύριον εὐλόγουν τὸν παραδοξάζοντα τὸν ἑαυτοῦ τόπον», ΠΔ)<br /><b>αρχ.</b><br />[[θέτω]] διακριτικό [[σημείο]] με σκοπό να [[διακρίνω]] [[κάτι]] και, συνεκδοχικά, [[διακρίνω]], [[ξεχωρίζω]] («παραδοξάσω ἐν τῇ ἡμέρᾳ [[ἐκείνῃ]] τὴν γῆν Γεσέμ», ΠΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[δοξάζω]] «[[νομίζω]], [[θεωρώ]]» (<span style="color: red;"><</span> [[δόξα]] «[[γνώμη]]»)].
}}
}}

Latest revision as of 10:33, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραδοξάζω Medium diacritics: παραδοξάζω Low diacritics: παραδοξάζω Capitals: ΠΑΡΑΔΟΞΑΖΩ
Transliteration A: paradoxázō Transliteration B: paradoxazō Transliteration C: paradoksazo Beta Code: paradoca/zw

English (LSJ)

A make wonderful or extraordinary, LXX 2 Ma.3.30; τὰς πληγάς σου will lay unheard-of inflictions upon thee, ib.De.28.59.
2 π. ἀνὰ μέσον τῶν κτηνῶν put a mark of distinction between, separate, ib.Ex.9.4; π. τὴν γῆν ib.8.22.

German (Pape)

[Seite 477] wunderbar machen, zum Gegenstand der Bewunderung machen, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

παραδοξάζω: ποιῶ θαυμάσιον, ἔνδοξον, Ἑβδ. (Β΄ Μακκ. Γ΄, 30)· δοξάζω, παραδοξάσει Κύριος τὰς πληγάς σου Ἑβδ. (Δευτερ. Η΄, 59)· - ὡσαύτως ἐπὶ κακῆς σημασίας, αὐτόθι. 2) = διαστέλλω, μετὰ γεν., παραδοξάσω ἐγὼ ἀνὰ μέσον τῶν κτηνῶν Ἑβδ. (Ἔξοδ. Θ΄, 4)· π. τὴν γὴν αὐτόθι (Ἔξοδ. Η΄, 22).

Greek Monolingual

ΜΑ
καθιστώ κάτι περίφημο, αξιοθαύμαστο, έκτακτο, εκπληκτικό («τὸν κύριον εὐλόγουν τὸν παραδοξάζοντα τὸν ἑαυτοῦ τόπον», ΠΔ)
αρχ.
θέτω διακριτικό σημείο με σκοπό να διακρίνω κάτι και, συνεκδοχικά, διακρίνω, ξεχωρίζω («παραδοξάσω ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ τὴν γῆν Γεσέμ», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + δοξάζω «νομίζω, θεωρώ» (< δόξα «γνώμη»)].