ὑπονομεύω: Difference between revisions
οὐετρανοὶ οἱ χωρὶς χαλκῶν → veterans who have not received bronze copies of the privileges granted on discharge
(6_22) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=yponomeyo | |Transliteration C=yponomeyo | ||
|Beta Code=u(ponomeu/w | |Beta Code=u(ponomeu/w | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[undermine]], [[sap]], Din. ap. Phot., Anon. ap. Suid.: τὴν στερεὰν γῆν J.''BJ'' 7.2.2.<br><span class="bld">2</span> metaph., [[stir up by secret arts]], [[stratagems]], or [[intrigues]], ὑ. Ῥωμαίοις πόλεμον D.H.3.23:—Pass., [[varia lectio|v.l.]] for -νοθ-, [[LXX]] ''2 Ma.''4.26. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1227.png Seite 1227]] untergraben, unterirdische Gänge od. Minen machen, Din. bei Suid. – | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1227.png Seite 1227]] untergraben, unterirdische Gänge od. Minen machen, Din. bei Suid. – Übertr., durch heimliche Listen untergraben, Ränke anstiften, πόλεμόν τινα D. Hal. 3, 23. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπονομεύω''': ὑπορύττω, ὀρύττω ὑπόνομον, Δείναρχ. παρὰ Φωτ., Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ.· ― μεταφορ., ὑποκινῶ κρυφίως διὰ παντοίων μέσων, ὑπενόμευσε Ρωμαίοις πόλεμον ἐκ τῶν ὑπηκόων Διον. Ἁλ. 3. 23. | |lstext='''ὑπονομεύω''': ὑπορύττω, ὀρύττω ὑπόνομον, Δείναρχ. παρὰ Φωτ., Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ.· ― μεταφορ., ὑποκινῶ κρυφίως διὰ παντοίων μέσων, ὑπενόμευσε Ρωμαίοις πόλεμον ἐκ τῶν ὑπηκόων Διον. Ἁλ. 3. 23. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὑπονομεύω]] ΝΑ [[ὑπόνομος]]<br /><b>1.</b> [[σκάβω]] [[κάτω]] από την [[επιφάνεια]] του εδάφους και [[διανοίγω]] υπόνομο<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[ενεργώ]] με δόλιο και συγκεκαλυμμένο τρόπο προκειμένου να βλάψω κάποιον (α. «το μόνο που κάνει [[είναι]] να υπονομεύει τις προσπάθειες τών συναδέλφων του» β. «ὑπενόμευε Ῥωμαίοις πόλεμον ἐκ τῶν ὑπηκόων», Διον. Αλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[βλάπτω]] κάποιον με δόλια [[μέσα]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:39, 25 August 2023
English (LSJ)
A undermine, sap, Din. ap. Phot., Anon. ap. Suid.: τὴν στερεὰν γῆν J.BJ 7.2.2.
2 metaph., stir up by secret arts, stratagems, or intrigues, ὑ. Ῥωμαίοις πόλεμον D.H.3.23:—Pass., v.l. for -νοθ-, LXX 2 Ma.4.26.
German (Pape)
[Seite 1227] untergraben, unterirdische Gänge od. Minen machen, Din. bei Suid. – Übertr., durch heimliche Listen untergraben, Ränke anstiften, πόλεμόν τινα D. Hal. 3, 23.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπονομεύω: ὑπορύττω, ὀρύττω ὑπόνομον, Δείναρχ. παρὰ Φωτ., Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ.· ― μεταφορ., ὑποκινῶ κρυφίως διὰ παντοίων μέσων, ὑπενόμευσε Ρωμαίοις πόλεμον ἐκ τῶν ὑπηκόων Διον. Ἁλ. 3. 23.
Greek Monolingual
ὑπονομεύω ΝΑ ὑπόνομος
1. σκάβω κάτω από την επιφάνεια του εδάφους και διανοίγω υπόνομο
2. μτφ. ενεργώ με δόλιο και συγκεκαλυμμένο τρόπο προκειμένου να βλάψω κάποιον (α. «το μόνο που κάνει είναι να υπονομεύει τις προσπάθειες τών συναδέλφων του» β. «ὑπενόμευε Ῥωμαίοις πόλεμον ἐκ τῶν ὑπηκόων», Διον. Αλ.)
νεοελλ.
μτφ. βλάπτω κάποιον με δόλια μέσα.