πολυκοιρανίη: Difference between revisions

From LSJ

Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid

Menander, Monostichoi, 183
(6_10)
 
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br /><i>ion. c.</i> [[πολυκοιρανία]].
}}
{{elru
|elrutext='''πολῠκοιρᾰνίη:''' ἡ [[многовластие]] Hom.
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πολῠκοιρᾰνίη''': ἡ, Ἐπικ. [[ὄνομα]], [[πολυαρχία]], Ἰλ. Β. 204, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 4, 27. ΙΙ. ἡ ἐπὶ πολλῶν [[κυριαρχία]], Ριαν. παρὰ Στοβ. σ. 54. 15.
|lstext='''πολῠκοιρᾰνίη''': ἡ, Ἐπικ. [[ὄνομα]], [[πολυαρχία]], Ἰλ. Β. 204, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 4, 27. ΙΙ. ἡ ἐπὶ πολλῶν [[κυριαρχία]], Ριαν. παρὰ Στοβ. σ. 54. 15.
}}
{{Autenrieth
|auten=([[κοίρανος]]): [[rule]] or [[sovereignty]] of [[many]], Il. 2.204†.
}}
{{lsm
|lsmtext='''πολῠκοιρᾰνίη:''' ἡ (κοίρᾰνος), [[διακυβέρνηση]], διοικητική [[κυριαρχία]] πολλών, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πολῠ-κοιρᾰνίη, ἡ, [κοίρᾰνος]<br />the [[rule]] of [[many]], Il.
}}
}}

Latest revision as of 15:25, 3 October 2022

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
ion. c. πολυκοιρανία.

Russian (Dvoretsky)

πολῠκοιρᾰνίη:многовластие Hom.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠκοιρᾰνίη: ἡ, Ἐπικ. ὄνομα, πολυαρχία, Ἰλ. Β. 204, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 4, 27. ΙΙ. ἡ ἐπὶ πολλῶν κυριαρχία, Ριαν. παρὰ Στοβ. σ. 54. 15.

English (Autenrieth)

(κοίρανος): rule or sovereignty of many, Il. 2.204†.

Greek Monotonic

πολῠκοιρᾰνίη: ἡ (κοίρᾰνος), διακυβέρνηση, διοικητική κυριαρχία πολλών, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

πολῠ-κοιρᾰνίη, ἡ, [κοίρᾰνος]
the rule of many, Il.