τελεσσιδώτειρα: Difference between revisions
Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
(6_20) |
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
(18 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=telessidoteira | |Transliteration C=telessidoteira | ||
|Beta Code=telessidw/teira | |Beta Code=telessidw/teira | ||
|Definition=poet. for <b class="b3">Τελεσιδ-</b>, | |Definition=poet. for <b class="b3">Τελεσιδ-</b>, = [[τέλος δοῦσα]], [[she that gives completeness]] or [[accomplishment]], Μοῖρα E.''Heracl.''899 (lyr.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1085.png Seite 1085]] ἡ, poet. statt τελεσιδώτειρα, = [[τέλος]] δοῦσα, Geberinn der Vollendung, der Reise, Μοῖρα Eur. Heracl. 899. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1085.png Seite 1085]] ἡ, poet. statt τελεσιδώτειρα, = [[τέλος]] δοῦσα, Geberinn der Vollendung, der Reise, Μοῖρα Eur. Heracl. 899. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />[[qui procure l'accomplissement]], [[la réalisation]].<br />'''Étymologie:''' [[τελέω]], [[δίδωμι]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τελεσσιδώτειρα:''' adj. f кладущая конец, пресекающая (все) ([[Μοῖρα]] Eur.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τελεσσιδώτειρα''': Ποιητ. ἀντὶ τελεσιδ-, = [[τέλος]] διδοῦσα, ἡ διδοῦσα συμπλήρωσιν, ἡ πραγματοποιοῦσα, Μοῖρα τελεσσ. Εὐρ. | |lstext='''τελεσσιδώτειρα''': Ποιητ. ἀντὶ τελεσιδ-, = [[τέλος]] διδοῦσα, ἡ διδοῦσα συμπλήρωσιν, ἡ πραγματοποιοῦσα, Μοῖρα τελεσσ. Εὐρ. Ἡρακλ. 899. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 195. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ἡ, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτή που παρέχει [[ολοκλήρωση]], [[εκπλήρωση]] («πολλὰ γὰρ τίκτει Μοῑρα τελεσσιδώτειρ' Αἰών τε Κρόνου παῖς», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τελεσ</i>- του [[τέλος]] <span style="color: red;">+</span> [[δώτειρα]] ([[πρβλ]]. [[χαριτοδώτειρα]]), με διπλασιασμό του -<i>σ</i>- για [[διευθέτηση]] μετρικών αναγκών]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τελεσσιδώτειρα:''' ποιητ. αντί <i>τελεσιδ-</i>, αυτή που προσφέρει [[συμπλήρωση]] ή [[εκπλήρωση]], σε Ευρ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=she that gives completeness or [[accomplishment]], Eur. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:22, 3 March 2024
English (LSJ)
poet. for Τελεσιδ-, = τέλος δοῦσα, she that gives completeness or accomplishment, Μοῖρα E.Heracl.899 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1085] ἡ, poet. statt τελεσιδώτειρα, = τέλος δοῦσα, Geberinn der Vollendung, der Reise, Μοῖρα Eur. Heracl. 899.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
qui procure l'accomplissement, la réalisation.
Étymologie: τελέω, δίδωμι.
Russian (Dvoretsky)
τελεσσιδώτειρα: adj. f кладущая конец, пресекающая (все) (Μοῖρα Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
τελεσσιδώτειρα: Ποιητ. ἀντὶ τελεσιδ-, = τέλος διδοῦσα, ἡ διδοῦσα συμπλήρωσιν, ἡ πραγματοποιοῦσα, Μοῖρα τελεσσ. Εὐρ. Ἡρακλ. 899. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 195.
Greek Monolingual
ἡ, Α
(ποιητ. τ.) αυτή που παρέχει ολοκλήρωση, εκπλήρωση («πολλὰ γὰρ τίκτει Μοῑρα τελεσσιδώτειρ' Αἰών τε Κρόνου παῖς», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τελεσ- του τέλος + δώτειρα (πρβλ. χαριτοδώτειρα), με διπλασιασμό του -σ- για διευθέτηση μετρικών αναγκών].
Greek Monotonic
τελεσσιδώτειρα: ποιητ. αντί τελεσιδ-, αυτή που προσφέρει συμπλήρωση ή εκπλήρωση, σε Ευρ.
Middle Liddell
she that gives completeness or accomplishment, Eur.