θῆξις: Difference between revisions
From LSJ
ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty
(6_8) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=thiksis | |Transliteration C=thiksis | ||
|Beta Code=qh=cis | |Beta Code=qh=cis | ||
|Definition=εως, ἡ, | |Definition=-εως, ἡ, = [[ῥοπή]], στιγμή, τάχος, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]; [[θήξει]], = Lat. [[momento]], ''Glossaria''; but <b class="b3">κατὰ θῆξιν</b> is [[falsa lectio|f.l.]] for [[κατὰ θίξιν]] in Archig. ap. Gal.12.577. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θῆξις''': -εως, ([[θήγω]]) ἀκόνημα, ὀδόντων Εὐστ. Πονημ. 313. 92 ὑπὸ θῆξιν, ὡς τὸ στιγμῇ, εἰς μίαν στιγμήν, Ἐπιφάν. | |lstext='''θῆξις''': -εως, ([[θήγω]]) ἀκόνημα, ὀδόντων Εὐστ. Πονημ. 313. 92 ὑπὸ θῆξιν, ὡς τὸ στιγμῇ, εἰς μίαν στιγμήν, Ἐπιφάν. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[θῆξις]], ἡ (ΑΜ) [[θήγω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ακόνημα]] («[[θῆξις]] ὀδόντων», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ροπή]], [[στιγμή]], [[τάχος]]»<br /><b>2.</b> (η δοτ. ως επίρρ.) <i>θήξει</i><br />[[αμέσως]], στη [[στιγμή]], σε μια [[στιγμή]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:14, 25 August 2023
English (LSJ)
-εως, ἡ, = ῥοπή, στιγμή, τάχος, Hsch.; θήξει, = Lat. momento, Glossaria; but κατὰ θῆξιν is f.l. for κατὰ θίξιν in Archig. ap. Gal.12.577.
German (Pape)
[Seite 1208] ἡ, das Wetzen, Schärfen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
θῆξις: -εως, (θήγω) ἀκόνημα, ὀδόντων Εὐστ. Πονημ. 313. 92 ὑπὸ θῆξιν, ὡς τὸ στιγμῇ, εἰς μίαν στιγμήν, Ἐπιφάν.
Greek Monolingual
θῆξις, ἡ (ΑΜ) θήγω
μσν.
ακόνημα («θῆξις ὀδόντων», Ευστ.)
αρχ.
1. (κατά τον Ησύχ.) «ροπή, στιγμή, τάχος»
2. (η δοτ. ως επίρρ.) θήξει
αμέσως, στη στιγμή, σε μια στιγμή.