εὐαίνετος: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
(6_23)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=evainetos
|Transliteration C=evainetos
|Beta Code=eu)ai/netos
|Beta Code=eu)ai/netos
|Definition=ον, (αἰνέω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">much-extolled</b>, μέριμνα <span class="bibl">B.18.11</span>; ἵππος <span class="bibl">Antim. 25</span>.</span>
|Definition=εὐαίνετον, ([[αἰνέω]]) [[much praised]], [[much-extolled]], [[μέριμνα]] B.18.11; [[ἵππος]] Antim. 25.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐαίνετος''': καὶ εὐαίνητος, ον, ([[αἰνέω]]) ὁ [[πολυαίνετος]]. εὐαίνητος Ὀρφεὺς Πινδ. Π. 4. 315· εὐαίνετε Κηΐα [[μέριμνα]] Βακχυλ. 18. 11 (ἔκδ. Blass).
|lstext='''εὐαίνετος''': καὶ [[εὐαίνητος]], ον, ([[αἰνέω]]) ὁ [[πολυαίνετος]]. εὐαίνητος Ὀρφεὺς Πινδ. Π. 4. 315· εὐαίνετε Κηΐα [[μέριμνα]] Βακχυλ. 18. 11 (ἔκδ. Blass).
}}
{{grml
|mltxt=[[εὐαίνετος]], -ον και [[εὐαίνητος]], -ον (Α)<br />πολύ [[επαινετός]], [[αξιέπαινος]], πολυπαινεμένος («[[εὐαίνετος]] [[μέριμνα]]», Βακχυλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[αινετός]] ή [[αινητός]] (<span style="color: red;"><</span> [[αινώ]]), [[πρβλ]]. [[πολυαίνετος]]].
}}
}}

Latest revision as of 09:21, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐαίνετος Medium diacritics: εὐαίνετος Low diacritics: ευαίνετος Capitals: ΕΥΑΙΝΕΤΟΣ
Transliteration A: euaínetos Transliteration B: euainetos Transliteration C: evainetos Beta Code: eu)ai/netos

English (LSJ)

εὐαίνετον, (αἰνέω) much praised, much-extolled, μέριμνα B.18.11; ἵππος Antim. 25.

Greek (Liddell-Scott)

εὐαίνετος: καὶ εὐαίνητος, ον, (αἰνέω) ὁ πολυαίνετος. εὐαίνητος Ὀρφεὺς Πινδ. Π. 4. 315· εὐαίνετε Κηΐα μέριμνα Βακχυλ. 18. 11 (ἔκδ. Blass).

Greek Monolingual

εὐαίνετος, -ον και εὐαίνητος, -ον (Α)
πολύ επαινετός, αξιέπαινος, πολυπαινεμένος («εὐαίνετος μέριμνα», Βακχυλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αινετός ή αινητός (< αινώ), πρβλ. πολυαίνετος].