ἀστεροφεγγής: Difference between revisions

From LSJ

Χειμὼν κατ' οἴκους ἐστὶν ἀνδράσιν γυνή → Mulier marito saeva tempestas domi → Als ein Gewitter tobt im Haus dem Mann die Frau

Menander, Monostichoi, 540
(6_7)
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=asterofeggis
|Transliteration C=asterofeggis
|Beta Code=a)sterofeggh/s
|Beta Code=a)sterofeggh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">shining with stars</b>, αἰθήρ <span class="bibl">Orph.<span class="title">H.</span>5.5</span>; <b class="b3">νύξ</b> ib.<span class="bibl">3.3</span>.</span>
|Definition=ἀστεροφεγγές, [[shining with stars]], αἰθήρ Orph.''H.''5.5; [[νύξ]] ib.3.3.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ές<br />[[brillante de estrellas]] νύξ <i>IG</i> 10(2).108.3 (II a.C.), cf. Orph.<i>H</i>.3.3, [[αἰθήρ]] Orph.<i>H</i>.5.5, κύκλος (Ὀλύμπου) Nonn.<i>D</i>.1.465, cf. 33.371.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀστεροφεγγής''': -ές, ὁ διὰ τῶν ἀστέρων φέγγων, Ὀρφ. Ὕμν. 2. 3 καὶ 4. 4˙ [[ὡσαύτως]] -φᾰνής, ές, Νικ. Δαβ. παράφρ. Γρηγ. Ναζ. σ. 75. 20.
|lstext='''ἀστεροφεγγής''': -ές, ὁ διὰ τῶν ἀστέρων φέγγων, Ὀρφ. Ὕμν. 2. 3 καὶ 4. 4˙ [[ὡσαύτως]] -φᾰνής, ές, Νικ. Δαβ. παράφρ. Γρηγ. Ναζ. σ. 75. 20.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀστεροφεγγής]], -ές (Α)<br />αυτός που καταυγάζεται από το φως των άστρων.
}}
}}

Latest revision as of 11:44, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀστεροφεγγής Medium diacritics: ἀστεροφεγγής Low diacritics: αστεροφεγγής Capitals: ΑΣΤΕΡΟΦΕΓΓΗΣ
Transliteration A: asterophengḗs Transliteration B: asterophengēs Transliteration C: asterofeggis Beta Code: a)sterofeggh/s

English (LSJ)

ἀστεροφεγγές, shining with stars, αἰθήρ Orph.H.5.5; νύξ ib.3.3.

Spanish (DGE)

-ές
brillante de estrellas νύξ IG 10(2).108.3 (II a.C.), cf. Orph.H.3.3, αἰθήρ Orph.H.5.5, κύκλος (Ὀλύμπου) Nonn.D.1.465, cf. 33.371.

German (Pape)

[Seite 375] ές, sternglänzend, Orph. H. 3; Nonn. D. 1, 463.

Greek (Liddell-Scott)

ἀστεροφεγγής: -ές, ὁ διὰ τῶν ἀστέρων φέγγων, Ὀρφ. Ὕμν. 2. 3 καὶ 4. 4˙ ὡσαύτως -φᾰνής, ές, Νικ. Δαβ. παράφρ. Γρηγ. Ναζ. σ. 75. 20.

Greek Monolingual

ἀστεροφεγγής, -ές (Α)
αυτός που καταυγάζεται από το φως των άστρων.