φελλόπους: Difference between revisions

From LSJ

τὸν ἰητρὸν δοκέει μοι ἄριστον εἶναι πρόνοιαν ἐπιτηδεύειν → it appears to me a most excellent thing for the physician to cultivate prognosis

Source
(6_15)
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=fellopous
|Transliteration C=fellopous
|Beta Code=fello/pous
|Beta Code=fello/pous
|Definition=ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">cork-footed</b>, Luc.<span class="title">VH</span>2.4.</span>
|Definition=ὁ, ἡ, φελλόπουν, τό, gen. ποδος, [[cork-footed]], Luc.''VH''2.4.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φελλόπους''': ὁ, ἡ, πουν, τό, ὁ ἔχων φελλίνους πόδας, Λουκ. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 4.
|lstext='''φελλόπους''': ὁ, ἡ, πουν, τό, ὁ ἔχων φελλίνους πόδας, Λουκ. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 4.
}}
{{grml
|mltxt=-πουν, Α<br />αυτός που έχει φέλλινα πόδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φελλός]] <span style="color: red;">+</span> -[[πους]] (<span style="color: red;"><</span> [[πούς]], <i>ποδός</i>), [[πρβλ]]. [[χαλκόπους]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φελλόπους:''' ὁ, ἡ, -πουν, τό, αυτός που έχει πόδια από φελλό, σε Λουκ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=φελλό-πους,<br />[[cork]]-footed, Luc.
}}
}}

Latest revision as of 11:58, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φελλόπους Medium diacritics: φελλόπους Low diacritics: φελλόπους Capitals: ΦΕΛΛΟΠΟΥΣ
Transliteration A: phellópous Transliteration B: phellopous Transliteration C: fellopous Beta Code: fello/pous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, φελλόπουν, τό, gen. ποδος, cork-footed, Luc.VH2.4.

German (Pape)

[Seite 1260] ουν, gen. ποδος, korkfüßig, Luc. V. H. 2, 4.

Greek (Liddell-Scott)

φελλόπους: ὁ, ἡ, πουν, τό, ὁ ἔχων φελλίνους πόδας, Λουκ. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 4.

Greek Monolingual

-πουν, Α
αυτός που έχει φέλλινα πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φελλός + -πους (< πούς, ποδός), πρβλ. χαλκόπους].

Greek Monotonic

φελλόπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, αυτός που έχει πόδια από φελλό, σε Λουκ.

Middle Liddell

φελλό-πους,
cork-footed, Luc.