δοξομανής: Difference between revisions

From LSJ

Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς → holy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us

Source
(6_7)
m (LSJ1 replacement)
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=doksomanis
|Transliteration C=doksomanis
|Beta Code=docomanh/s
|Beta Code=docomanh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">mad after fame</b>, <span class="bibl">Chrysipp.Stoic.3.167</span>, <span class="bibl">Ph. 1.564</span>, <span class="bibl">Iamb.<span class="title">VP</span>12.58</span>.</span>
|Definition=δοξομανές, [[mad after fame]], Chrysipp.Stoic.3.167, Ph. 1.564, Iamb.''VP''12.58.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ές<br />de pers. o sus actitudes [[loco por alcanzar fama]], [[propio del que está loco por alcanzar la fama]] [[αὐτίκα]] ... ὁ πολιτικὸς μὲν ἥκιστα δὲ δ. τρόπος Ph.1.564, cf. Chrysipp.<i>Stoic</i>.3.167, τοὺς δὲ ... ἵμερος φιλονεικίαι τε δοξομανεῖς κατέχουσιν Iambl.<i>VP</i> 58, cf. Malch.2b.30, Eus.<i>DE</i> 3.6.6<br /><b class="num"></b>subst. ὁ δ. Ph.1.671, 2.523, Gr.Nyss.<i>Virg</i>.268.26.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0657.png Seite 657]] ές, rasend ehrgeizig, selten = [[φιλόδοξος]], nach Ath. XI. 464 d; Iambl
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0657.png Seite 657]] ές, rasend ehrgeizig, selten = [[φιλόδοξος]], nach Ath. XI. 464 d; Iambl
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />[[follement épris de gloire]].<br />'''Étymologie:''' [[δόξα]], [[μαίνομαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δοξομᾰνής''': -ές, ὁ ἐμμανὴς διὰ δόξαν, [[φιλόδοξος]] εἰς [[ἄκρον]], Χρύσιππ. παρ’ Ἀθην. 464D· -[[ἐντεῦθεν]] δοξομᾰνέω, εἶμαι ἐμμανὴς διὰ δόξαν, φήμην, Φίλων 1. 550· δοξομᾰνία, ἡ, [[ἀπεριόριστος]] ἐπιθυμία δόξης, Πλούτ. Σύλλ. 7.
|lstext='''δοξομᾰνής''': -ές, ὁ ἐμμανὴς διὰ δόξαν, [[φιλόδοξος]] εἰς [[ἄκρον]], Χρύσιππ. παρ’ Ἀθην. 464D· -[[ἐντεῦθεν]] δοξομᾰνέω, εἶμαι ἐμμανὴς διὰ δόξαν, φήμην, Φίλων 1. 550· δοξομᾰνία, ἡ, [[ἀπεριόριστος]] ἐπιθυμία δόξης, Πλούτ. Σύλλ. 7.
}}
{{grml
|mltxt=-ές (AM [[δοξομανής]], -ές)<br />αυτός που προσπαθεί [[μετά]] μανίας να δοξαστεί.
}}
{{lsm
|lsmtext='''δοξομᾰνής:''' -ές ([[μαίνομαι]]), υπέρμετρα [[φιλόδοξος]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=δοξο-μᾰνής, ές <i>adj</i> [[μαίνομαι]]<br />mad [[after]] [[fame]].
}}
}}

Latest revision as of 11:41, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δοξομᾰνής Medium diacritics: δοξομανής Low diacritics: δοξομανής Capitals: ΔΟΞΟΜΑΝΗΣ
Transliteration A: doxomanḗs Transliteration B: doxomanēs Transliteration C: doksomanis Beta Code: docomanh/s

English (LSJ)

δοξομανές, mad after fame, Chrysipp.Stoic.3.167, Ph. 1.564, Iamb.VP12.58.

Spanish (DGE)

-ές
de pers. o sus actitudes loco por alcanzar fama, propio del que está loco por alcanzar la fama αὐτίκα ... ὁ πολιτικὸς μὲν ἥκιστα δὲ δ. τρόπος Ph.1.564, cf. Chrysipp.Stoic.3.167, τοὺς δὲ ... ἵμερος φιλονεικίαι τε δοξομανεῖς κατέχουσιν Iambl.VP 58, cf. Malch.2b.30, Eus.DE 3.6.6
subst. ὁ δ. Ph.1.671, 2.523, Gr.Nyss.Virg.268.26.

German (Pape)

[Seite 657] ές, rasend ehrgeizig, selten = φιλόδοξος, nach Ath. XI. 464 d; Iambl

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
follement épris de gloire.
Étymologie: δόξα, μαίνομαι.

Greek (Liddell-Scott)

δοξομᾰνής: -ές, ὁ ἐμμανὴς διὰ δόξαν, φιλόδοξος εἰς ἄκρον, Χρύσιππ. παρ’ Ἀθην. 464D· -ἐντεῦθεν δοξομᾰνέω, εἶμαι ἐμμανὴς διὰ δόξαν, φήμην, Φίλων 1. 550· δοξομᾰνία, ἡ, ἀπεριόριστος ἐπιθυμία δόξης, Πλούτ. Σύλλ. 7.

Greek Monolingual

-ές (AM δοξομανής, -ές)
αυτός που προσπαθεί μετά μανίας να δοξαστεί.

Greek Monotonic

δοξομᾰνής: -ές (μαίνομαι), υπέρμετρα φιλόδοξος.

Middle Liddell

δοξο-μᾰνής, ές adj μαίνομαι
mad after fame.