μεριτεία: Difference between revisions
From LSJ
ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ → it is impossible to step twice in the same river, you cannot step twice into the same rivers
(6_10) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=meriteia | |Transliteration C=meriteia | ||
|Beta Code=meritei/a | |Beta Code=meritei/a | ||
|Definition=ἡ, < | |Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[division]] of property, ''PFay.''97.16 (i A. D.).<br><span class="bld">II</span> = [[μεριδαρχία]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]], Phot. (ubi [[μεριτία]]). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μερῑτεία''': ἡ, = μεριδαρχία, Ἡσύχ., Φώτ. ([[ἔνθα]] μεριτία)· | |lstext='''μερῑτεία''': ἡ, = μεριδαρχία, Ἡσύχ., Φώτ. ([[ἔνθα]] μεριτία)· | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μεριτεία]], ἡ (Α) [[μεριτεύομαι]]<br /><b>1.</b> [[διανομή]] ιδιοκτησίας, [[μοιρασιά]] περιουσίας<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[μεριδαρχία]]». | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:56, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ,
A division of property, PFay.97.16 (i A. D.).
II = μεριδαρχία, Hsch., Phot. (ubi μεριτία).
Greek (Liddell-Scott)
μερῑτεία: ἡ, = μεριδαρχία, Ἡσύχ., Φώτ. (ἔνθα μεριτία)·
Greek Monolingual
μεριτεία, ἡ (Α) μεριτεύομαι
1. διανομή ιδιοκτησίας, μοιρασιά περιουσίας
2. (κατά τον Ησύχ.) «μεριδαρχία».