εἰσόδιος: Difference between revisions
Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft
(6_17) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(13 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eisodios | |Transliteration C=eisodios | ||
|Beta Code=ei)so/dios | |Beta Code=ei)so/dios | ||
|Definition= | |Definition=εἰσόδιον (α, ον D.H.11.29),<br><span class="bld">A</span> [[going in]] or [[coming in]], Suid., Zonar.: [[εἰσόδιοι]], οἱ, [[visitors]], Antip. ap. Stob.4.22.103 ([[si vera lectio|s.v.l.]]), cf. D.H. [[l.c.]]: [[εἰσόδιον]], τό, [[income]], [[revenue]], PPetr.2p.54 (iii B.C.): pl., PHib.1.116 (iii B.C., [[εἰσόδεια]] Pap.), Thd.Da.11.13.<br><span class="bld">II</span> [[εἰσόδιον]], τό, [[introduction]] to a [[speech]], Aristid. 2.321 J. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-α, -ον<br /><b class="num">A</b> <b class="num">1</b>[[relativo a la entrada]] ἔργα <i>SEG</i> 30.156.8 (Atenas III d.C.), ὑπὸ τοῦ εἰσοδίου δαίμονος por el dios que preside la entrada</i> Iren.Lugd.<i>Haer</i>.2.33.2, [[ἄνθος]] εἰσόδιον flores para celebrar la entrada</i> ref. a la costumbre de esparcir flores para celebrar la llegada de alguien, Gr.Naz.M.35.1113C, λόγος εἰσόδιος = discurso inaugural</i> Sud.s.u. [[εἰσιτήριος]].<br /><b class="num">2</b> [[que entra de visita]], [[visitante]] διὰ γειτόνων καὶ τῶν ἄλλων εἰσοδίων Antip.<i>Stoic</i>.3.254 (cód.), ταύτην ... εἰσοδίαν οὖσαν a ésta que estaba de visita</i> D.H.11.29.<br /><b class="num">B</b> subst. [[τὸ εἰσόδιον]]<br /><b class="num">I</b> econ.<br /><b class="num">1</b> [[ingresos]], <i>PPetr</i>.2.16.4 (III a.C.), gener. en plu. <i>PHib</i>.116 introd. (III a.C.), <i>OMich</i>.1031 (II d.C.), λόγος εἰσοδίων προσφορᾶς εἰς τὴν μονήν <i>PNess</i>.79.25, cf. 44, 56 (VII d.C.), εἰσόδια· πρόσοδοι. ἀναλώματα Hsch.<br /><b class="num">2</b> [[cuota de ingreso]] en una asociación <i>ID</i> 1521.17 (II a.C.), en el gimnasio <i>SEG</i> 8.641.8 (Egipto II/I a.C.).<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b>[[entrada]], [[acción de entrar]] Thdt.<i>Da</i>.11.13.<br /><b class="num">2</b> [[τὸ εἰσόδιον]], ὁ εἰσόδιος = [[umbral]], [[entrada]] a una casa, Gr.Nyss.<i>Hom. in Eccl</i>.322.17, 326.10.<br /><b class="num">III</b> lit. [[proemio]] ἀκούσαντες ... ὅσον εἰσόδιον escuchando sólo el proemio</i> Aristid.<i>Or</i>.4.22. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εἰσόδιος''': -ον, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν εἴσοδον, Διον. Ἁλ. IV. 2231, 10· ὁ ἔχων [[δικαίωμα]] εἰσόδου, Γρηγ. Ναζ. Ι. 1128Β· - ὡς οὐσ. τὰ εἰσόδια (α΄) ἔσοδα, εἰσοδήματα, «εἰσόδια· πρόσοδοι, ἀναλώματα» Ἡσύχ., Θεοδοτ. Δαν. ια΄, 13· (β΄) τὰ εἰσόδια τῆς Θεοτόκου, ἑορτὴ Ἐκκλησιαστικὴ πρὸς ἀνάμνησιν τῆς εἰς τὸν ναὸν εἰσόδου τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου, ἀγομένη τῇ 21 Νοεμβρίου, Ὡρολόγιον τὸ Μέγα, Κουροπ. 80, 15· - εἰσόδιοι, οἱ, ἐπισκέπται, Ἀντίπατρ. παρὰ Στοβαίῳ 428. 14. | |lstext='''εἰσόδιος''': -ον, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν εἴσοδον, Διον. Ἁλ. IV. 2231, 10· ὁ ἔχων [[δικαίωμα]] εἰσόδου, Γρηγ. Ναζ. Ι. 1128Β· - ὡς οὐσ. τὰ εἰσόδια (α΄) ἔσοδα, εἰσοδήματα, «εἰσόδια· πρόσοδοι, ἀναλώματα» Ἡσύχ., Θεοδοτ. Δαν. ια΄, 13· (β΄) τὰ εἰσόδια τῆς Θεοτόκου, ἑορτὴ Ἐκκλησιαστικὴ πρὸς ἀνάμνησιν τῆς εἰς τὸν ναὸν εἰσόδου τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου, ἀγομένη τῇ 21 Νοεμβρίου, Ὡρολόγιον τὸ Μέγα, Κουροπ. 80, 15· - εἰσόδιοι, οἱ, ἐπισκέπται, Ἀντίπατρ. παρὰ Στοβαίῳ 428. 14. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-α, -ο (AM [[εἰσόδιος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην είσοδο<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ Εἰσόδια</i><br />τα [[Εισόδια]] της Θεοτόκου, θεομητορική [[εορτή]] εις ανάμνησιν της εισόδου, της αφιερώσεως της Παναγίας στον ναό<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. εν. ως ουσ.</b> <i>το εισόδιο</i>(-<i>ν</i>)<br />ο [[πρόλογος]], το [[προοίμιο]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ανάληψη]] αξιώματος<br /><b>2.</b> [[εγκώμιο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εισόδημα]]<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ εἰσόδιοι</i><br />οι επισκέπτες. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:10, 25 August 2023
English (LSJ)
εἰσόδιον (α, ον D.H.11.29),
A going in or coming in, Suid., Zonar.: εἰσόδιοι, οἱ, visitors, Antip. ap. Stob.4.22.103 (s.v.l.), cf. D.H. l.c.: εἰσόδιον, τό, income, revenue, PPetr.2p.54 (iii B.C.): pl., PHib.1.116 (iii B.C., εἰσόδεια Pap.), Thd.Da.11.13.
II εἰσόδιον, τό, introduction to a speech, Aristid. 2.321 J.
Spanish (DGE)
-α, -ον
A 1relativo a la entrada ἔργα SEG 30.156.8 (Atenas III d.C.), ὑπὸ τοῦ εἰσοδίου δαίμονος por el dios que preside la entrada Iren.Lugd.Haer.2.33.2, ἄνθος εἰσόδιον flores para celebrar la entrada ref. a la costumbre de esparcir flores para celebrar la llegada de alguien, Gr.Naz.M.35.1113C, λόγος εἰσόδιος = discurso inaugural Sud.s.u. εἰσιτήριος.
2 que entra de visita, visitante διὰ γειτόνων καὶ τῶν ἄλλων εἰσοδίων Antip.Stoic.3.254 (cód.), ταύτην ... εἰσοδίαν οὖσαν a ésta que estaba de visita D.H.11.29.
B subst. τὸ εἰσόδιον
I econ.
1 ingresos, PPetr.2.16.4 (III a.C.), gener. en plu. PHib.116 introd. (III a.C.), OMich.1031 (II d.C.), λόγος εἰσοδίων προσφορᾶς εἰς τὴν μονήν PNess.79.25, cf. 44, 56 (VII d.C.), εἰσόδια· πρόσοδοι. ἀναλώματα Hsch.
2 cuota de ingreso en una asociación ID 1521.17 (II a.C.), en el gimnasio SEG 8.641.8 (Egipto II/I a.C.).
II 1entrada, acción de entrar Thdt.Da.11.13.
2 τὸ εἰσόδιον, ὁ εἰσόδιος = umbral, entrada a una casa, Gr.Nyss.Hom. in Eccl.322.17, 326.10.
III lit. proemio ἀκούσαντες ... ὅσον εἰσόδιον escuchando sólo el proemio Aristid.Or.4.22.
German (Pape)
[Seite 744] den Eingang betreffend, dazu gehörig, Sp; οἱ εἰσόδιοι εἴσω, die Besuchenden, Antp. Stob. fl. 70, 13; τὰ εἰσόδια, nach Hesych. das Einkommen; bei LXX. der Einzug.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσόδιος: -ον, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν εἴσοδον, Διον. Ἁλ. IV. 2231, 10· ὁ ἔχων δικαίωμα εἰσόδου, Γρηγ. Ναζ. Ι. 1128Β· - ὡς οὐσ. τὰ εἰσόδια (α΄) ἔσοδα, εἰσοδήματα, «εἰσόδια· πρόσοδοι, ἀναλώματα» Ἡσύχ., Θεοδοτ. Δαν. ια΄, 13· (β΄) τὰ εἰσόδια τῆς Θεοτόκου, ἑορτὴ Ἐκκλησιαστικὴ πρὸς ἀνάμνησιν τῆς εἰς τὸν ναὸν εἰσόδου τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου, ἀγομένη τῇ 21 Νοεμβρίου, Ὡρολόγιον τὸ Μέγα, Κουροπ. 80, 15· - εἰσόδιοι, οἱ, ἐπισκέπται, Ἀντίπατρ. παρὰ Στοβαίῳ 428. 14.
Greek Monolingual
-α, -ο (AM εἰσόδιος, -ον)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην είσοδο
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ Εἰσόδια
τα Εισόδια της Θεοτόκου, θεομητορική εορτή εις ανάμνησιν της εισόδου, της αφιερώσεως της Παναγίας στον ναό
3. το ουδ. εν. ως ουσ. το εισόδιο(-ν)
ο πρόλογος, το προοίμιο
μσν.
1. ανάληψη αξιώματος
2. εγκώμιο
αρχ.
1. εισόδημα
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ εἰσόδιοι
οι επισκέπτες.