Μαργίτης: Difference between revisions
Ὡς αἰσχρὸν εὖ ζῆν ἐν πονηροῖς ἤθεσιν → Turpis res laute vivere ingenium malum → Wie schimpflich, wenn ein schlechter Mensch in Wohlstand lebt
(6_3) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(17 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ1 | {{LSJ1 | ||
|Full diacritics= | |Full diacritics=Μαργῑ́της | ||
|Medium diacritics=Μαργίτης | |Medium diacritics=Μαργίτης | ||
|Low diacritics=Μαργίτης | |Low diacritics=Μαργίτης | ||
Line 7: | Line 7: | ||
|Transliteration B=Margitēs | |Transliteration B=Margitēs | ||
|Transliteration C=Margitis | |Transliteration C=Margitis | ||
|Beta Code= | |Beta Code=*margi/ths | ||
|Definition= | |Definition=Μαργίτου, ὁ, ([[μάργος]]) ''[[Margites]]'', i.e. [[madman]], hero of a mock-heroic poem of the same name, ascribed to Homer, Arist.''Po.''1448b30, etc. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />Margitès :<br /><b>1</b> n. d'un personnage sot et infatué de lui-même;<br /><b>2</b> [[titre d'un poème satirique attribué à Homère]].<br />'''Étymologie:''' [[μάργος]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''Μαργίτης:''' ου (ῑ) ὁ [[Маргит]] (тип глупца, который, по преданию, послужил темой для одного гомеровского стихотворения) Arst., Polyb., Luc. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Μαργίτης''': [ῑ], -ου, ὁ, ([[μάργος]]), δηλ. [[μανικός]], [[ἠλίθιος]] [[ἄνθρωπος]], [[ἥρως]] κωμικοῦ τινος ἡρωϊκοῦ ποιήματος τὸ αὐτὸ [[ὄνομα]] φέροντος καὶ ἀποδιδομένου εἰς τὸν Ὅμηρον· - πρβλ. τὸ Γερμ. Tyll Eugenspiegel. Ὁ Ἀριστ., Ποιητ. 4, 10, ἔχει διασώσῃ τέσσαρας στίχους τοῦ ποιήματος τούτου, - συνήθως τυπουμένους | |lstext='''Μαργίτης''': [ῑ], -ου, ὁ, ([[μάργος]]), δηλ. [[μανικός]], [[ἠλίθιος]] [[ἄνθρωπος]], [[ἥρως]] κωμικοῦ τινος ἡρωϊκοῦ ποιήματος τὸ αὐτὸ [[ὄνομα]] φέροντος καὶ ἀποδιδομένου εἰς τὸν Ὅμηρον· - πρβλ. τὸ Γερμ. Tyll Eugenspiegel. Ὁ Ἀριστ., Ποιητ. 4, 10, ἔχει διασώσῃ τέσσαρας στίχους τοῦ ποιήματος τούτου, - συνήθως τυπουμένους μετὰ τῶν Ὁμηρικ. ἀποσπασμάτων ἐν τέλει τῆς Ὀδ. Πάντα τὰ περὶ [[αὐτοῦ]] γνωστὰ συνελέγησαν ὑπὸ τοῦ Falbe ἐν Margite Homerico, 1798. - Καθ’ Ἡσύχ.: «Μαργείτης (οὕτω)· [[μωρός]] τις, ἢ μὴ εἰδὼς μῖξιν γυναικός, κἂν γυνὴ προτρέπηται αὐτόν», καὶ «[[Μαργίτης]] (διὰ τοῦ ι)· [[μωρός]] τις μαινόμενος». | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''Μαργίτης:''' [ῑ], -ου, ὁ, ο [[Μαργίτης]], δηλ. [[ένας]] [[τρελός]] [[τύπος]], [[ήρωας]] ενός παρωδικού, ηρωϊκού ποιήματος, που αποδίδεται στον Όμηρο. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=Μαργῑ́της, ου, ὁ, [[μάργος]]<br />Margites, i. e. a mad [[fellow]], [[hero]] of a [[mock]]-[[heroic]] [[poem]] ascribed to [[Homer]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:07, 25 August 2023
English (LSJ)
Μαργίτου, ὁ, (μάργος) Margites, i.e. madman, hero of a mock-heroic poem of the same name, ascribed to Homer, Arist.Po.1448b30, etc.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
Margitès :
1 n. d'un personnage sot et infatué de lui-même;
2 titre d'un poème satirique attribué à Homère.
Étymologie: μάργος.
Russian (Dvoretsky)
Μαργίτης: ου (ῑ) ὁ Маргит (тип глупца, который, по преданию, послужил темой для одного гомеровского стихотворения) Arst., Polyb., Luc.
Greek (Liddell-Scott)
Μαργίτης: [ῑ], -ου, ὁ, (μάργος), δηλ. μανικός, ἠλίθιος ἄνθρωπος, ἥρως κωμικοῦ τινος ἡρωϊκοῦ ποιήματος τὸ αὐτὸ ὄνομα φέροντος καὶ ἀποδιδομένου εἰς τὸν Ὅμηρον· - πρβλ. τὸ Γερμ. Tyll Eugenspiegel. Ὁ Ἀριστ., Ποιητ. 4, 10, ἔχει διασώσῃ τέσσαρας στίχους τοῦ ποιήματος τούτου, - συνήθως τυπουμένους μετὰ τῶν Ὁμηρικ. ἀποσπασμάτων ἐν τέλει τῆς Ὀδ. Πάντα τὰ περὶ αὐτοῦ γνωστὰ συνελέγησαν ὑπὸ τοῦ Falbe ἐν Margite Homerico, 1798. - Καθ’ Ἡσύχ.: «Μαργείτης (οὕτω)· μωρός τις, ἢ μὴ εἰδὼς μῖξιν γυναικός, κἂν γυνὴ προτρέπηται αὐτόν», καὶ «Μαργίτης (διὰ τοῦ ι)· μωρός τις μαινόμενος».
Greek Monotonic
Μαργίτης: [ῑ], -ου, ὁ, ο Μαργίτης, δηλ. ένας τρελός τύπος, ήρωας ενός παρωδικού, ηρωϊκού ποιήματος, που αποδίδεται στον Όμηρο.
Middle Liddell
Μαργῑ́της, ου, ὁ, μάργος
Margites, i. e. a mad fellow, hero of a mock-heroic poem ascribed to Homer.