χαλκόλιθος: Difference between revisions
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
(6_16) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=chalkolithos | |Transliteration C=chalkolithos | ||
|Beta Code=xalko/liqos | |Beta Code=xalko/liqos | ||
|Definition=ὁ, | |Definition=ὁ, [[copper ore]], [[copper]], Ps.-Democr.Alch.p.54B. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χαλκόλῐθος''': -ον, [[λίθος]] περιέχων χαλκόν, καὶ πέμπειν εἰς χαλκόλιθον χαλκοβαρῆ μελίαν Μανασσ. κατ’ Ἀριστανδρ. κ. Καλλιθ. 9. 14. | |lstext='''χαλκόλῐθος''': -ον, [[λίθος]] περιέχων χαλκόν, καὶ πέμπειν εἰς χαλκόλιθον χαλκοβαρῆ μελίαν Μανασσ. κατ’ Ἀριστανδρ. κ. Καλλιθ. 9. 14. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο / [[χαλκόλιθος]], -ον, ΝΜ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(ορυκτ.)</b> [[άλλη]] [[ονομασία]] του ουρανιοφωσφορικού ορυκτού [[τορβερνίτης]]<br /><b>2.</b> <b>(μεταλλ.)</b> ακατέργαστο [[συσσωμάτωμα]] σουλφιδίων χαλκού, σιδήρου και νικελίου, σχηματιζόμενο μέσω πυρομεταλλουργικής επεξεργασίας θειούχων μεταλλευμάτων και υποβαλλόμενο σε [[περαιτέρω]] επεξεργασίες απομόνωσης τών περιεχόμενων μετάλλων<br /><b>μσν.</b><br />αποτελούμενος από λίθο που περιέχει χαλκό («καὶ πέμπειν εἰς χαλκόλιθον χαλκοβαρῆ μελίαν», Κ Μανασσ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χαλκ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[λίθος]] ([[πρβλ]]. [[χρυσόλιθος]]). Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής [[είναι]] αντιδάνειο, <b>πρβλ.</b> νεολατ. <i>chalcolite</i>]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:13, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ, copper ore, copper, Ps.-Democr.Alch.p.54B.
Greek (Liddell-Scott)
χαλκόλῐθος: -ον, λίθος περιέχων χαλκόν, καὶ πέμπειν εἰς χαλκόλιθον χαλκοβαρῆ μελίαν Μανασσ. κατ’ Ἀριστανδρ. κ. Καλλιθ. 9. 14.
Greek Monolingual
ο / χαλκόλιθος, -ον, ΝΜ
νεοελλ.
1. (ορυκτ.) άλλη ονομασία του ουρανιοφωσφορικού ορυκτού τορβερνίτης
2. (μεταλλ.) ακατέργαστο συσσωμάτωμα σουλφιδίων χαλκού, σιδήρου και νικελίου, σχηματιζόμενο μέσω πυρομεταλλουργικής επεξεργασίας θειούχων μεταλλευμάτων και υποβαλλόμενο σε περαιτέρω επεξεργασίες απομόνωσης τών περιεχόμενων μετάλλων
μσν.
αποτελούμενος από λίθο που περιέχει χαλκό («καὶ πέμπειν εἰς χαλκόλιθον χαλκοβαρῆ μελίαν», Κ Μανασσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + λίθος (πρβλ. χρυσόλιθος). Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής είναι αντιδάνειο, πρβλ. νεολατ. chalcolite].