παλίνδικος: Difference between revisions
ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook
(6_17) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=palindikos | |Transliteration C=palindikos | ||
|Beta Code=pali/ndikos | |Beta Code=pali/ndikos | ||
|Definition= | |Definition=παλίνδικον, [[litigious]], Crates Com.51. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πᾰλίνδῐκος''': -ον, ὁ [[πάλιν]] περὶ τῶν αὐτῶν δικαζόμενος, ἢ ὁ [[πολλάκις]] δικαζόμενος, Κράτης ἐν Ἀδήλ. 15. ΙΙ. ὁ [[ἐναντίον]] τοῦ νόμου ἐνεργῶν, [[παράνομος]], = [[βίαιος]], Δημ. παρὰ [[ | |lstext='''πᾰλίνδῐκος''': -ον, ὁ [[πάλιν]] περὶ τῶν αὐτῶν δικαζόμενος, ἢ ὁ [[πολλάκις]] δικαζόμενος, Κράτης ἐν Ἀδήλ. 15. ΙΙ. ὁ [[ἐναντίον]] τοῦ νόμου ἐνεργῶν, [[παράνομος]], = [[βίαιος]], Δημ. παρὰ Πολυδ. Η΄, 26. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[παλίνδικος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δικάζεται [[πάλι]]<br /><b>2.</b> αυτός που ενεργεί [[παρά]] τον νόμο, [[παράνομος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλιν]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δικος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δίκη]])]. | |||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[litigious]]=== | |||
Esperanto: procesema; German: [[prozessfreudig]], [[klagefreudig]], [[klagewütig]]; Greek: [[δικομανής]], [[φιλόδικος]]; Ancient Greek: [[ἀηδοποιός]], [[δικανικός]], [[δικορράφος]], [[ἐγκληματικός]], [[παλίνδικος]], [[πολύδικος]], [[πολυνεικής]], [[φιλαίτιος]], [[φιλεχθής]], [[φιληλιαστής]], [[φιλόδικος]]; Ido: procesema; Latin: [[litigiosus]] | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:29, 25 August 2023
English (LSJ)
παλίνδικον, litigious, Crates Com.51.
German (Pape)
[Seite 450] einen Rechtshandel von Neuem anfangend, Crates com. bei Poll. 8, 26, vgl. 6, 164.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλίνδῐκος: -ον, ὁ πάλιν περὶ τῶν αὐτῶν δικαζόμενος, ἢ ὁ πολλάκις δικαζόμενος, Κράτης ἐν Ἀδήλ. 15. ΙΙ. ὁ ἐναντίον τοῦ νόμου ἐνεργῶν, παράνομος, = βίαιος, Δημ. παρὰ Πολυδ. Η΄, 26.
Greek Monolingual
παλίνδικος, -ον (Α)
1. αυτός που δικάζεται πάλι
2. αυτός που ενεργεί παρά τον νόμο, παράνομος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -δικος (< δίκη)].
Translations
litigious
Esperanto: procesema; German: prozessfreudig, klagefreudig, klagewütig; Greek: δικομανής, φιλόδικος; Ancient Greek: ἀηδοποιός, δικανικός, δικορράφος, ἐγκληματικός, παλίνδικος, πολύδικος, πολυνεικής, φιλαίτιος, φιλεχθής, φιληλιαστής, φιλόδικος; Ido: procesema; Latin: litigiosus