ἐπέρεισις: Difference between revisions
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
(6_8) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epereisis | |Transliteration C=epereisis | ||
|Beta Code=e)pe/reisis | |Beta Code=e)pe/reisis | ||
|Definition=εως, ἡ, | |Definition=-εως, ἡ, [[pressure]], Dsc.5.77, Sor.2.10, Heliod. ap. Orib.10.37.7, Gal.2.386; of the objects of sense, [[impact]], Chrysipp.Stoic.2.233, al. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπέρεισις''': -εως, ἡ, [[ἔρεισις]], [[στήριξις]] ἐπί τινος, [[ὅταν]] ἓν [[πρᾶγμα]] κινούμενον ἐρείδηται ἐπὶ ἄλλου, ταῖς τῶν ὀδόντων ἐπερείσεσι Διοσκ. 5. 88, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 3. 51, Κλήμ. Ἀλ. 821·- [[οὕτως]], ἐπερεισμός, ὁ, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 50·- ἐπέρεισμα, τό, [[μέρος]] εἰς ὃ νὰ ἐπερεισθῇ τι, ἐπακκούμβημα, καταφύον, [[οἷον]] ἐνδιαιτήματα τῶν μητροπολιτῶν καὶ ἐπισκόπων ἐπερείσματα Ἰωάνν. Πατρ. Κων)πόλεως παρὰ Bandin. Catal. Bibl. Med. τ. 1. σ. 76Β. | |lstext='''ἐπέρεισις''': -εως, ἡ, [[ἔρεισις]], [[στήριξις]] ἐπί τινος, [[ὅταν]] ἓν [[πρᾶγμα]] κινούμενον ἐρείδηται ἐπὶ ἄλλου, ταῖς τῶν ὀδόντων ἐπερείσεσι Διοσκ. 5. 88, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 3. 51, Κλήμ. Ἀλ. 821·- [[οὕτως]], ἐπερεισμός, ὁ, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 50·- ἐπέρεισμα, τό, [[μέρος]] εἰς ὃ νὰ ἐπερεισθῇ τι, ἐπακκούμβημα, καταφύον, [[οἷον]] ἐνδιαιτήματα τῶν μητροπολιτῶν καὶ ἐπισκόπων ἐπερείσματα Ἰωάνν. Πατρ. Κων)πόλεως παρὰ Bandin. Catal. Bibl. Med. τ. 1. σ. 76Β. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπέρεισις:''' εως ἡ [[упор]], [[давление]] Sext. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:09, 25 August 2023
English (LSJ)
-εως, ἡ, pressure, Dsc.5.77, Sor.2.10, Heliod. ap. Orib.10.37.7, Gal.2.386; of the objects of sense, impact, Chrysipp.Stoic.2.233, al.
German (Pape)
[Seite 917] ἡ, das Daraufstützen, -stämmen, χειρός, ποδός, Sext. Emp. Pyrrh. 1, 54 adv. log. 1, 220; das Richten des Auges worauf, Clem. Al.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπέρεισις: -εως, ἡ, ἔρεισις, στήριξις ἐπί τινος, ὅταν ἓν πρᾶγμα κινούμενον ἐρείδηται ἐπὶ ἄλλου, ταῖς τῶν ὀδόντων ἐπερείσεσι Διοσκ. 5. 88, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 3. 51, Κλήμ. Ἀλ. 821·- οὕτως, ἐπερεισμός, ὁ, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 50·- ἐπέρεισμα, τό, μέρος εἰς ὃ νὰ ἐπερεισθῇ τι, ἐπακκούμβημα, καταφύον, οἷον ἐνδιαιτήματα τῶν μητροπολιτῶν καὶ ἐπισκόπων ἐπερείσματα Ἰωάνν. Πατρ. Κων)πόλεως παρὰ Bandin. Catal. Bibl. Med. τ. 1. σ. 76Β.