εὐανάγνωστος: Difference between revisions

From LSJ

εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming

Source
(CSV import)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=evanagnostos
|Transliteration C=evanagnostos
|Beta Code=eu)ana/gnwstos
|Beta Code=eu)ana/gnwstos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">easy to read aloud</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Rh.</span>1407b11</span>, Phld. <span class="title">Rh.</span>1.199 S.</span>
|Definition=εὐανάγνωστον, [[easy to read aloud]], Arist.''Rh.''1407b11, Phld. ''Rh.''1.199 S.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1056.png Seite 1056]] leicht zu lesen, Arist. rhet. 3, 5 u. S0.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[facile à lire]].<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἀναγιγνώσκω]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὐανάγνωστος:''' [[легко читающийся]], [[удобочитаемый]] (τὸ γεγραμμένον Arst.).
}}
{{ls
|lstext='''εὐανάγνωστος''': -ον, ὡς καὶ νῦν, εὐκολοανάγνωστος, Ἀριστ. Ρητ. 3. 5, 6.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[εὐανάγνωστος]], -ον)<br />αυτός που [[είναι]] [[καθαρά]] [[γραμμένος]] και [[επομένως]] αναγιγνώσκεται εύκολα, ο [[ευκολοδιάβαστος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ευανάγνωστο</i>(<i>ν</i>)<br />η [[ευκολία]] αναγνώσεως ενός γραπτού κειμένου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευαναγνώστως</i> και <i>ευανάγνωστα</i><br />με ευανάγνωστο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ανα</i>-<i>γνωστος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ανα</i>-[[γιγνώσκω]]), [[πρβλ]]. [[δυσανάγνωστος]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:39, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐανάγνωστος Medium diacritics: εὐανάγνωστος Low diacritics: ευανάγνωστος Capitals: ΕΥΑΝΑΓΝΩΣΤΟΣ
Transliteration A: euanágnōstos Transliteration B: euanagnōstos Transliteration C: evanagnostos Beta Code: eu)ana/gnwstos

English (LSJ)

εὐανάγνωστον, easy to read aloud, Arist.Rh.1407b11, Phld. Rh.1.199 S.

German (Pape)

[Seite 1056] leicht zu lesen, Arist. rhet. 3, 5 u. S0.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
facile à lire.
Étymologie: εὖ, ἀναγιγνώσκω.

Russian (Dvoretsky)

εὐανάγνωστος: легко читающийся, удобочитаемый (τὸ γεγραμμένον Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐανάγνωστος: -ον, ὡς καὶ νῦν, εὐκολοανάγνωστος, Ἀριστ. Ρητ. 3. 5, 6.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α εὐανάγνωστος, -ον)
αυτός που είναι καθαρά γραμμένος και επομένως αναγιγνώσκεται εύκολα, ο ευκολοδιάβαστος
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ευανάγνωστο(ν)
η ευκολία αναγνώσεως ενός γραπτού κειμένου.
επίρρ...
ευαναγνώστως και ευανάγνωστα
με ευανάγνωστο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ανα-γνωστος (< ανα-γιγνώσκω), πρβλ. δυσανάγνωστος].