ὠνητικός: Difference between revisions

From LSJ

ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal

Source
(6_11)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=onitikos
|Transliteration C=onitikos
|Beta Code=w)nhtiko/s
|Beta Code=w)nhtiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">inclined to buy</b>: Adv. -κῶς, ἔχειν <span class="bibl">Ph.2.465</span>, al.</span>
|Definition=ὠνητική, ὠνητικόν, [[inclined to buy]]: Adv. [[ὠνητικῶς]], ἔχειν Ph.2.465, al.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὠνητικός''': -ή, -όν, ὁ διατεθειμένος [[ὅπως]] ἀγοράσῃ.-Ἐπιρρ., ὠνητικῶς ἔχειν Φίλων 2. 537, κλπ.
|lstext='''ὠνητικός''': -ή, -όν, ὁ διατεθειμένος [[ὅπως]] ἀγοράσῃ.-Ἐπιρρ., ὠνητικῶς ἔχειν Φίλων 2. 537, κλπ.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, ΝΑ [[ὠνητής]]<br />αυτός που έχει την [[τάση]] να αγοράζει [[συχνά]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὠνητικῶς</i> Α<br />με ωνητικό τρόπο, με [[αγορά]].
}}
{{pape
|ptext=<i>zum [[Kaufen]] [[gehörig]], [[geneigt]]</i>, Philo.
}}
}}

Latest revision as of 11:44, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠνητικός Medium diacritics: ὠνητικός Low diacritics: ωνητικός Capitals: ΩΝΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: ōnētikós Transliteration B: ōnētikos Transliteration C: onitikos Beta Code: w)nhtiko/s

English (LSJ)

ὠνητική, ὠνητικόν, inclined to buy: Adv. ὠνητικῶς, ἔχειν Ph.2.465, al.

Greek (Liddell-Scott)

ὠνητικός: -ή, -όν, ὁ διατεθειμένος ὅπως ἀγοράσῃ.-Ἐπιρρ., ὠνητικῶς ἔχειν Φίλων 2. 537, κλπ.

Greek Monolingual

-ή, -όν, ΝΑ ὠνητής
αυτός που έχει την τάση να αγοράζει συχνά.
επίρρ...
ὠνητικῶς Α
με ωνητικό τρόπο, με αγορά.

German (Pape)

zum Kaufen gehörig, geneigt, Philo.