Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἡδύβιος: Difference between revisions

From LSJ

Ξένους πένητας μὴ παραδράμῃς ἰδών → Praetervidere pauperem externum cave → An armen fremden, siehst du sie, geh nicht vorbei

Menander, Monostichoi, 389
(6_18)
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=idyvios
|Transliteration C=idyvios
|Beta Code=h(du/bios
|Beta Code=h(du/bios
|Definition=[<b class="b3">ῠ], ον</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">sweetening life</b>: <b class="b3">τὰ ἡ</b>. a name of certain <b class="b2">cakes</b>, Chrysipp.Tyan. ap. <span class="bibl">Ath.14.647c</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">living pleasantly</b>, <span class="bibl">Ptol.<span class="title">Tetr.</span> 162</span>, Vett. Val.<span class="bibl">18.29</span>, Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">V.</span>504</span>.</span>
|Definition=[ῠ], ον<,<br><span class="bld">A</span> [[sweetening life]]: <b class="b3">τὰ ἡ.</b> a name of certain [[cakes]], Chrysipp.Tyan. ap. Ath.14.647c.<br><span class="bld">II</span> [[living pleasantly]], Ptol.''Tetr.'' 162, Vett. Val.18.29, Sch.Ar.''V.''504.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἡδύβιος''': -ον, ὁ ἡδύνων, γλυκαίνων τὸν βίον, τὰ ἡδ… [[ὄνομα]] πλακούντων τινῶν, Χρύσιππ. Τυαν. (Ἀθην. 647C). II. ζῶν [[ἡδέως]], Πρόκλ. Πτολ. σ. 230.
|lstext='''ἡδύβιος''': -ον, ὁ ἡδύνων, γλυκαίνων τὸν βίον, τὰ ἡδ… [[ὄνομα]] πλακούντων τινῶν, Χρύσιππ. Τυαν. (Ἀθην. 647C). II. ζῶν [[ἡδέως]], Πρόκλ. Πτολ. σ. 230.
}}
{{grml
|mltxt=-ο (Α [[ἡδύβιος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[ηδύβιος]]<br />[[γένος]] μικρών κολεόπτερων εντόμων που ζουν στα [[ξερά]] ξύλα, αλλ. ηδοβία<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που γλυκαίνει τη ζωή, [[γλυκός]], [[ευχάριστος]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἡδύβια</i><br />[[ονομασία]] ορισμένων γλυκισμάτων ή πλακούντων<br /><b>3.</b> αυτός που ζει ευχάριστα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηδύ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>βιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βίος]]), [[πρβλ]]. [[αμφίβιος]], [[υδρόβιος]]].
}}
}}

Latest revision as of 10:46, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡδύβῐος Medium diacritics: ἡδύβιος Low diacritics: ηδύβιος Capitals: ΗΔΥΒΙΟΣ
Transliteration A: hēdýbios Transliteration B: hēdybios Transliteration C: idyvios Beta Code: h(du/bios

English (LSJ)

[ῠ], ον<,
A sweetening life: τὰ ἡ. a name of certain cakes, Chrysipp.Tyan. ap. Ath.14.647c.
II living pleasantly, Ptol.Tetr. 162, Vett. Val.18.29, Sch.Ar.V.504.

German (Pape)

[Seite 1153] angenehm lebend, Sp.; – ἡδύβια, τά, eine Art Kuchen (lebenversüßend), Ath. XIV, 647 c.

Greek (Liddell-Scott)

ἡδύβιος: -ον, ὁ ἡδύνων, γλυκαίνων τὸν βίον, τὰ ἡδ… ὄνομα πλακούντων τινῶν, Χρύσιππ. Τυαν. (Ἀθην. 647C). II. ζῶν ἡδέως, Πρόκλ. Πτολ. σ. 230.

Greek Monolingual

-ο (Α ἡδύβιος, -ον)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο ηδύβιος
γένος μικρών κολεόπτερων εντόμων που ζουν στα ξερά ξύλα, αλλ. ηδοβία
αρχ.
1. αυτός που γλυκαίνει τη ζωή, γλυκός, ευχάριστος
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἡδύβια
ονομασία ορισμένων γλυκισμάτων ή πλακούντων
3. αυτός που ζει ευχάριστα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδύ- + -βιος (< βίος), πρβλ. αμφίβιος, υδρόβιος].