ἐπιτηρητής: Difference between revisions
From LSJ
(6_19) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epitiritis | |Transliteration C=epitiritis | ||
|Beta Code=e)pithrhth/s | |Beta Code=e)pithrhth/s | ||
|Definition= | |Definition=ἐπιτηρητοῦ, ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[watcher]], [[scout]], Sch. rec.A.''Th.''36.<br><span class="bld">2</span> [[superintendent]] of taxes, <b class="b3">ἐ. ἱερᾶς πύλης</b> (at Elephantine in Egypt) ''Ostr.''144 (ii A.D.), cf. 1020, al.; νομῶν ''BGU'' 478.4 (ii A. D.), ''Arch.Pap.''4.143 (ii A. D.); πλοίων ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''2116.1 (iii A. D.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπιτηρητής''': -οῦ, ὁ, [[φύλαξ]], [[φρουρός]], Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Θήβ. 36· ἐπ. ἱερᾶς πύλης (ἐν Ἐλεφαντίνῃ τῆς Αἰγύπτου) Συλλ. Ἐπιγρ. 4869-78, 4941d (Προσθῆκαι). | |lstext='''ἐπιτηρητής''': -οῦ, ὁ, [[φύλαξ]], [[φρουρός]], Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Θήβ. 36· ἐπ. ἱερᾶς πύλης (ἐν Ἐλεφαντίνῃ τῆς Αἰγύπτου) Συλλ. Ἐπιγρ. 4869-78, 4941d (Προσθῆκαι). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (και θηλ. επιτηρήτρια) (AM [[ἐπιτηρητής]]) [[επιτηρώ]]<br />αυτός που του έχει ανατεθεί [[επιτήρηση]], [[φύλακας]], [[φρουρός]], [[επόπτης]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[αξίωμα]] τών μοναχών<br /><b>2.</b> [[διοικητής]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[επιστάτης]] εισπράξεως φόρων. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:35, 25 August 2023
English (LSJ)
ἐπιτηρητοῦ, ὁ,
A watcher, scout, Sch. rec.A.Th.36.
2 superintendent of taxes, ἐ. ἱερᾶς πύλης (at Elephantine in Egypt) Ostr.144 (ii A.D.), cf. 1020, al.; νομῶν BGU 478.4 (ii A. D.), Arch.Pap.4.143 (ii A. D.); πλοίων POxy.2116.1 (iii A. D.).
German (Pape)
[Seite 992] ὁ, der Beobachter, Schol. Aesch. Spt. 36 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιτηρητής: -οῦ, ὁ, φύλαξ, φρουρός, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Θήβ. 36· ἐπ. ἱερᾶς πύλης (ἐν Ἐλεφαντίνῃ τῆς Αἰγύπτου) Συλλ. Ἐπιγρ. 4869-78, 4941d (Προσθῆκαι).
Greek Monolingual
ο (και θηλ. επιτηρήτρια) (AM ἐπιτηρητής) επιτηρώ
αυτός που του έχει ανατεθεί επιτήρηση, φύλακας, φρουρός, επόπτης
μσν.
1. αξίωμα τών μοναχών
2. διοικητής
αρχ.-μσν.
επιστάτης εισπράξεως φόρων.