εὐθηλής: Difference between revisions

From LSJ

δασύποδα λαγὼν παραδραμεῖται χελώνη → the tortoise will outrun the hairy-footed hare

Source
(CSV import)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=efthilis
|Transliteration C=efthilis
|Beta Code=eu)qhlh/s
|Beta Code=eu)qhlh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> v. [[εὐθᾱλής]].</span>
|Definition=εὐθηλές, v. [[εὐθαλής]].
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1068.png Seite 1068]] ές, dasselbe, reichlich, üppig, in dor. Form εὐθαλὴς [[τύχη]] Pind. P. 9, 72; καρποί Ar. Av. 1062; φύλλα Anyte 6 (IX, 313); [[πλάτανος]] Philip. 64 (IX, 247). S. auch [[εὐθαλής]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὐθηλής:''' = [[εὐθαλής]] II.
}}
{{ls
|lstext='''εὐθηλής''': -ές, ([[θηλή]]) [[καλῶς]] θηλάσας, «καλοθρεμμένος», ἴδε εὐθᾱλής.
}}
{{grml
|mltxt=[[εὐθηλής]], -ές (Α)<br /><b>βλ.</b> [[ευθαλής]] (II).
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐθηλής:''' Δωρ. -θᾱλής, -ές ([[θηλή]]), αυτός που έχει θηλάσει ικανοποιητικά, [[καλοθρεμμένος]], [[καλά]] ανεπτυγμένος, σε Ευρ., Αριστοφ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[θηλή]]<br />well-nurtured, [[thriving]], [[goodly]], Eur., Ar.
}}
}}

Latest revision as of 09:51, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐθηλής Medium diacritics: εὐθηλής Low diacritics: ευθηλής Capitals: ΕΥΘΗΛΗΣ
Transliteration A: euthēlḗs Transliteration B: euthēlēs Transliteration C: efthilis Beta Code: eu)qhlh/s

English (LSJ)

εὐθηλές, v. εὐθαλής.

German (Pape)

[Seite 1068] ές, dasselbe, reichlich, üppig, in dor. Form εὐθαλὴς τύχη Pind. P. 9, 72; καρποί Ar. Av. 1062; φύλλα Anyte 6 (IX, 313); πλάτανος Philip. 64 (IX, 247). S. auch εὐθαλής.

Russian (Dvoretsky)

εὐθηλής: = εὐθαλής II.

Greek (Liddell-Scott)

εὐθηλής: -ές, (θηλή) καλῶς θηλάσας, «καλοθρεμμένος», ἴδε εὐθᾱλής.

Greek Monolingual

εὐθηλής, -ές (Α)
βλ. ευθαλής (II).

Greek Monotonic

εὐθηλής: Δωρ. -θᾱλής, -ές (θηλή), αυτός που έχει θηλάσει ικανοποιητικά, καλοθρεμμένος, καλά ανεπτυγμένος, σε Ευρ., Αριστοφ.

Middle Liddell

θηλή
well-nurtured, thriving, goodly, Eur., Ar.