σφενδονητικός: Difference between revisions

From LSJ

ἀπὸ λεπτοῦ μίτου τὸ ζῆν ἤρτηται → life hangs by a thin thread

Source
(6_11)
m (Text replacement - "( " to "(")
 
(17 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sfendonitikos
|Transliteration C=sfendonitikos
|Beta Code=sfendonhtiko/s
|Beta Code=sfendonhtiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of</b> or <b class="b2">for slinging</b>, <b class="b3">εὐστοχία</b> Sch.Lyc.633: <b class="b3">ἡ -κή</b> (sc. <b class="b3">τέχνη</b>) <b class="b2">the art of slinging</b>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">La.</span>193b</span>.</span>
|Definition=σφενδονητική, σφενδονητικόν, of or for [[slinging]], [[εὐστοχία]] Sch.Lyc.633: ἡ [[σφενδονητική]] (''[[sc.]]'' [[τέχνη]]) the [[art of slinging]], Pl.''La.''193b.
}}
{{elnl
|elnltext=σφενδονητικός -ή -όν [σφενδονάω] van het werpen met de slinger, van het slingeren, alleen subst. σφενδονητική (''[[sc.]]'' τέχνη) de kunst van het slingeren.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[σφενδονήτης]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σφενδονήτη<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ σφενδονητική</i><br />(ενν. [[τέχνη]]) η [[τέχνη]] του χειρισμού της σφενδόνης.
}}
{{lsm
|lsmtext='''σφενδονητικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή αρμόζει στις βολές με [[σφεντόνα]], στην εκσφενδόνιση· <i>ἡ -κή</i> (ενν. [[τέχνη]]), [[τέχνη]] και [[τεχνική]] του χειρισμού της σφεντόνας, σε Πλάτ.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σφενδονητικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸ σφενδονᾶν, [[εὐστοχία]] Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 633 - ἡ σφενδονητικὴ (ἐξυπ. [[τέχνη]]), ἡ [[τέχνη]] τοῦ σφενδονᾶν, τοῦ χειρίζεσθαι τὴν σφενδόνην, Πλάτ. Λάχ. 193Β.
|lstext='''σφενδονητικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸ σφενδονᾶν, [[εὐστοχία]] Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 633 - ἡ σφενδονητικὴ (ἐξυπ. [[τέχνη]]), ἡ [[τέχνη]] τοῦ σφενδονᾶν, τοῦ χειρίζεσθαι τὴν σφενδόνην, Πλάτ. Λάχ. 193Β.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[σφενδονητικός]], ή, όν<br />of or for [[slinging]].:— ἡ -κή (''[[sc.]]'' τέχνἠ, the art of [[slinging]], Plat.
}}
{{pape
|ptext=<i>zum [[Schleuderer]], zum [[Schleudern]] [[gehörig]], [[geschickt]]</i>, Sp.; ἡ [[σφενδονητική]], ''[[sc.]]'' [[τέχνη]], <i>die [[Kunst]] zu [[schleudern]]</i>, Plat. <i>Lach</i>. 193b.
}}
}}

Latest revision as of 11:55, 13 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφενδονητικός Medium diacritics: σφενδονητικός Low diacritics: σφενδονητικός Capitals: ΣΦΕΝΔΟΝΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: sphendonētikós Transliteration B: sphendonētikos Transliteration C: sfendonitikos Beta Code: sfendonhtiko/s

English (LSJ)

σφενδονητική, σφενδονητικόν, of or for slinging, εὐστοχία Sch.Lyc.633: ἡ σφενδονητική (sc. τέχνη) the art of slinging, Pl.La.193b.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σφενδονητικός -ή -όν [σφενδονάω] van het werpen met de slinger, van het slingeren, alleen subst. ἡ σφενδονητική (sc. τέχνη) de kunst van het slingeren.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α σφενδονήτης
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σφενδονήτη
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ σφενδονητική
(ενν. τέχνη) η τέχνη του χειρισμού της σφενδόνης.

Greek Monotonic

σφενδονητικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή αρμόζει στις βολές με σφεντόνα, στην εκσφενδόνιση· ἡ -κή (ενν. τέχνη), τέχνη και τεχνική του χειρισμού της σφεντόνας, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

σφενδονητικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸ σφενδονᾶν, εὐστοχία Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 633 - ἡ σφενδονητικὴ (ἐξυπ. τέχνη), ἡ τέχνη τοῦ σφενδονᾶν, τοῦ χειρίζεσθαι τὴν σφενδόνην, Πλάτ. Λάχ. 193Β.

Middle Liddell

σφενδονητικός, ή, όν
of or for slinging.:— ἡ -κή (sc. τέχνἠ, the art of slinging, Plat.

German (Pape)

zum Schleuderer, zum Schleudern gehörig, geschickt, Sp.; ἡ σφενδονητική, sc. τέχνη, die Kunst zu schleudern, Plat. Lach. 193b.