δακτυλωτός: Difference between revisions

From LSJ

καὶ νῦν ἀτεχνῶς ἐθέλω παρέχειν ὅ τι βούλει σοι, πλὴν κωλακρέτου γάλα πίνειν → and now I want to provide you with absolutely anything you want, except paymaster's milk to drink

Source
(6_11)
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=daktylotos
|Transliteration C=daktylotos
|Beta Code=daktulwto/s
|Beta Code=daktulwto/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">with finger-like handles</b>, <b class="b3">ἔκπωμα</b> Ion Trag.<span class="bibl">1</span>, Didym. ap. <span class="bibl">Ath.11.468e</span>.</span>
|Definition=δακτυλωτή, δακτυλωτόν, [[with finger-like handles]], [[ἔκπωμα]] Ion Trag.''1'', Didym. ap. Ath.11.468e.
}}
{{DGE
|dgtxt=(δακτῠλωτός) -ή, -όν<br />sent. dud. [[con asas en forma de dedos o hendiduras para introducir los dedos]] [[ἔκπωμα]] Io <i>Trag</i>.1, cf. Ath.468c, Hsch., φιάλη <i>Didyma</i> 433.10 (III a.C.).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''δακτῠλωτός''': -ή, -όν, ὁ ἔχων ὦτα ὅμοια δακτύλῳ, [[ἔκπωμα]] Ἴων κλ. παρ’ Ἀθην. 486C, κἑξ.
|lstext='''δακτῠλωτός''': -ή, -όν, ὁ ἔχων ὦτα ὅμοια δακτύλῳ, [[ἔκπωμα]] Ἴων κλ. παρ’ Ἀθην. 486C, κἑξ.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ο (Α [[δακτυλωτός]], -ή, -όν [[δάκτυλος]]<br />όποιος έχει δάχτυλα ή προεξοχές σαν δάχτυλα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βιολ.</b> το αρσ. ως ουσ.) [[δακτυλωτός]]<br />[[ονομασία]] γένους εχινοδέρμων.
}}
}}

Latest revision as of 11:25, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δακτῠλωτός Medium diacritics: δακτυλωτός Low diacritics: δακτυλωτός Capitals: ΔΑΚΤΥΛΩΤΟΣ
Transliteration A: daktylōtós Transliteration B: daktylōtos Transliteration C: daktylotos Beta Code: daktulwto/s

English (LSJ)

δακτυλωτή, δακτυλωτόν, with finger-like handles, ἔκπωμα Ion Trag.1, Didym. ap. Ath.11.468e.

Spanish (DGE)

(δακτῠλωτός) -ή, -όν
sent. dud. con asas en forma de dedos o hendiduras para introducir los dedos ἔκπωμα Io Trag.1, cf. Ath.468c, Hsch., φιάλη Didyma 433.10 (III a.C.).

German (Pape)

[Seite 520] gefingert, ἔκπωμα Ion bei Ath. XI, 468 c, wo die Erkl. zu vgl.

Greek (Liddell-Scott)

δακτῠλωτός: -ή, -όν, ὁ ἔχων ὦτα ὅμοια δακτύλῳ, ἔκπωμα Ἴων κλ. παρ’ Ἀθην. 486C, κἑξ.

Greek Monolingual

-ή, -ο (Α δακτυλωτός, -ή, -όν δάκτυλος
όποιος έχει δάχτυλα ή προεξοχές σαν δάχτυλα
νεοελλ.
βιολ. το αρσ. ως ουσ.) δακτυλωτός
ονομασία γένους εχινοδέρμων.