θαμβός: Difference between revisions
From LSJ
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
(6_14) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=thamvos | |Transliteration C=thamvos | ||
|Beta Code=qambo/s | |Beta Code=qambo/s | ||
|Definition= | |Definition=θαμβή, θαμβόν, [[astonished]], Eust.906.53. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θαμβός''': ὁ, ἐκπεπληγμένος, Εὐστάθ. | |lstext='''θαμβός''': ὁ, ἐκπεπληγμένος, Εὐστάθ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (Μ [[θαμβός]], -ή, -όν)<br /><b>βλ.</b> [[θαμπός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[θαμβός]] μαρτυρείται αρχικά από τον Ευστάθιο με σημ. «αυτός που κατέχεται από [[έκπληξη]]» <span style="color: red;"><</span> [[θάμβος]] «[[έκπληξη]], [[θαυμασμός]]». Όμως με το ουσ. [[θάμβος]] δηλώνεται και η [[συσκότιση]] της οράσεως από άπλετο φως, από την οποία προήλθε η νεοελλ. σημ. του [[θαμβός]] - [[θαμπός]] «αυτός που δεν διακρίνεται [[καθαρά]]», άρα «ο μη [[διαυγής]], ο [[θολός]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[θαμπαίνω]], [[θαμπιά]], [[θαμπίζω]], [[θαμπουλίζω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[θαμποκοπώ]], [[θαμποφαίνεται]], [[θαμποφεγγοβολώ]], [[θαμποφέγγω]], [[θαμποχαράζω]]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:31, 25 August 2023
English (LSJ)
θαμβή, θαμβόν, astonished, Eust.906.53.
German (Pape)
[Seite 1185] erstaunt, Eust. 906, 53.
Greek (Liddell-Scott)
θαμβός: ὁ, ἐκπεπληγμένος, Εὐστάθ.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Μ θαμβός, -ή, -όν)
βλ. θαμπός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. θαμβός μαρτυρείται αρχικά από τον Ευστάθιο με σημ. «αυτός που κατέχεται από έκπληξη» < θάμβος «έκπληξη, θαυμασμός». Όμως με το ουσ. θάμβος δηλώνεται και η συσκότιση της οράσεως από άπλετο φως, από την οποία προήλθε η νεοελλ. σημ. του θαμβός - θαμπός «αυτός που δεν διακρίνεται καθαρά», άρα «ο μη διαυγής, ο θολός».
ΠΑΡ. νεοελλ. θαμπαίνω, θαμπιά, θαμπίζω, θαμπουλίζω.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. θαμποκοπώ, θαμποφαίνεται, θαμποφεγγοβολώ, θαμποφέγγω, θαμποχαράζω].