στομακάκη: Difference between revisions
Γλώσσης μάλιστα πανταχοῦ πειρῶ κρατεῖν → Linguae modum tenere praecipuum puta → Zumeist die Zunge such' zu zügeln überall | Zumeist bezäme deine Zunge überall
(6_3) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=stomakaki | |Transliteration C=stomakaki | ||
|Beta Code=stomaka/kh | |Beta Code=stomaka/kh | ||
|Definition=[ | |Definition=[κᾰ], ἡ, [[a disease in which all the teeth fall out]], [[scurvy of the gums]], Str.16.4.24 (-κάκκη codd.), Plin.''HN''25.20. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στομᾰκάκη''': [ᾰ], ἡ, [[νόσημα]], καθ’ ὃ ἅπαντες οἱ ὀδόντες ἐκπίπτουσι, [[νόσημα]] τοῦ στόματος ἢ τῶν οὔλων, «σκορβοῦτον», Στράβ. 781 ([[ἔνθα]] τὰ Ἀντίγραφα στομακάκκη), πρβλ. Πλιν. Η. Ν. 25. 6· ὁ [[τύπος]] [[στομοκάκη]] κατ’ ἀναλογίαν γραμματικὴν ἐσχηματισμένος δὲν ὑποστηρίζεται ἔκ τινος μαρτυρίας, ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 668. | |lstext='''στομᾰκάκη''': [ᾰ], ἡ, [[νόσημα]], καθ’ ὃ ἅπαντες οἱ ὀδόντες ἐκπίπτουσι, [[νόσημα]] τοῦ στόματος ἢ τῶν οὔλων, «σκορβοῦτον», Στράβ. 781 ([[ἔνθα]] τὰ Ἀντίγραφα στομακάκκη), πρβλ. Πλιν. Η. Ν. 25. 6· ὁ [[τύπος]] [[στομοκάκη]] κατ’ ἀναλογίαν γραμματικὴν ἐσχηματισμένος δὲν ὑποστηρίζεται ἔκ τινος μαρτυρίας, ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 668. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[στομοκάκη]], ἡ, Α<br />[[νόσημα]] του στόματος και [[κυρίως]] τών ούλων που προκαλεί [[πτώση]] όλων τών δοντιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στόμα]] <span style="color: red;">+</span> [[κάκη]] (<span style="color: red;"><</span> [[κακός]]), [[πρβλ]]. [[τραχηλοκάκη]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:15, 25 August 2023
English (LSJ)
[κᾰ], ἡ, a disease in which all the teeth fall out, scurvy of the gums, Str.16.4.24 (-κάκκη codd.), Plin.HN25.20.
German (Pape)
[Seite 947] ἡ, eine Krankheit des Mundes, bei der die Zähne ausfallen, Scharbock, Strab. XVI; vgl. Plin. H. N. 25, 3, wie Lob. Phryn. 668.
Greek (Liddell-Scott)
στομᾰκάκη: [ᾰ], ἡ, νόσημα, καθ’ ὃ ἅπαντες οἱ ὀδόντες ἐκπίπτουσι, νόσημα τοῦ στόματος ἢ τῶν οὔλων, «σκορβοῦτον», Στράβ. 781 (ἔνθα τὰ Ἀντίγραφα στομακάκκη), πρβλ. Πλιν. Η. Ν. 25. 6· ὁ τύπος στομοκάκη κατ’ ἀναλογίαν γραμματικὴν ἐσχηματισμένος δὲν ὑποστηρίζεται ἔκ τινος μαρτυρίας, ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 668.
Greek Monolingual
και στομοκάκη, ἡ, Α
νόσημα του στόματος και κυρίως τών ούλων που προκαλεί πτώση όλων τών δοντιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στόμα + κάκη (< κακός), πρβλ. τραχηλοκάκη.