Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εὐνουχίας: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
(CSV import)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=evnouchias
|Transliteration C=evnouchias
|Beta Code=eu)nouxi/as
|Beta Code=eu)nouxi/as
|Definition=ου, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">like a eunuch, impotent</b>, Hp.<b class="b2">Aër</b>.22, <span class="bibl">Arist.<span class="title">GA</span>746b24</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> metaph., of <b class="b2">a melon without seeds</b>, opp. <b class="b3">σπερματίας</b>, <span class="bibl">Pl.Com.64.4</span>; <b class="b3">εὐ. κάλαμοι</b> reeds <b class="b2">without inflorescence</b>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>4.11.4</span>.</span>
|Definition=-ου, ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[like a eunuch]], [[impotent]], Hp.Aër.22, Arist.''GA''746b24.<br><span class="bld">II</span> metaph., of [[a melon without seeds]], opp. [[σπερματίας]], Pl.Com.64.4; <b class="b3">εὐ. κάλαμοι</b> reeds [[without inflorescence]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 4.11.4.
}}
{{pape
|ptext=ὁ, <i>einem Verschnittenen [[ähnlich]], zur [[Zeugung]] [[unfähig]]</i>, Hippocr., Arist.; so auch [[σικυός]], <i>ohne Samenkörner</i>, im <span class="ggns">Gegensatz</span> von [[σπερματίας]], Plat. com. bei Ath. II.68c; [[κάλαμος]], Rohr <i>ohne Blütenkolben</i>, Theophr.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐνουχίας:''' ου adj. m похожий на евнуха, бесплодный Arst.
}}
{{ls
|lstext='''εὐνουχίας''': -ου, ὁ, ([[εὐνοῦχος]]) [[ὅμοιος]] πρὸς εὐνοῦχον, [[ἀνίκανος]] πρὸς συνουσίαν, Ἱππ. π. Ἀέρ. 293, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 7, 15. ΙΙ. μεταφ., [[εἶδος]] σικυοῦ [[ἄνευ]] σπόρων, ἀντίθετον τῷ [[σπερματίας]], οὐχ ὁρᾷς ὅτι ὁ... Λέαγρος... περιέρχεται σικυοῦ πέπονος εὐνουχίου κνήμας ἔχων; Πλάτ. Κωμ. ἐν «Λαΐῳ» 1· ὡς [[ὄνομα]] δένδρων τινῶν φοινικοφόρων, Ἀριστ. Ἀποσπ. 250· εὐν. κάλαμοι, οἱ τοῦ Πλινίου spadones, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 11, 4.
}}
{{grml
|mltxt=[[εὐνουχίας]], ὁ (Α) [[ευνούχος]]<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με ευνούχο, ο [[ανίκανος]] για [[συνουσία]] («ἄγονοι γίγνονται καὶ γυναῖκες καὶ ἄνδρες<br />[[ὥστε]] τὰς μὲν μὴ ἡβᾱν, τοὺς δὲ μὴ γενειᾱν ἀλλ' [[εὐνουχίας]] διατελεῖν ὄντας», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[είδος]] πεπονιού [[χωρίς]] σπόρους<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «εὐνουχίαι κάλαμοι» — καλάμια [[χωρίς]] θύσανο<br /><b>4.</b> [[είδος]] φοινικοφόρων δένδρων.
}}
}}

Latest revision as of 14:26, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐνουχίας Medium diacritics: εὐνουχίας Low diacritics: ευνουχίας Capitals: ΕΥΝΟΥΧΙΑΣ
Transliteration A: eunouchías Transliteration B: eunouchias Transliteration C: evnouchias Beta Code: eu)nouxi/as

English (LSJ)

-ου, ὁ,
A like a eunuch, impotent, Hp.Aër.22, Arist.GA746b24.
II metaph., of a melon without seeds, opp. σπερματίας, Pl.Com.64.4; εὐ. κάλαμοι reeds without inflorescence, Thphr. HP 4.11.4.

German (Pape)

ὁ, einem Verschnittenen ähnlich, zur Zeugung unfähig, Hippocr., Arist.; so auch σικυός, ohne Samenkörner, im Gegensatz von σπερματίας, Plat. com. bei Ath. II.68c; κάλαμος, Rohr ohne Blütenkolben, Theophr.

Russian (Dvoretsky)

εὐνουχίας: ου adj. m похожий на евнуха, бесплодный Arst.

Greek (Liddell-Scott)

εὐνουχίας: -ου, ὁ, (εὐνοῦχος) ὅμοιος πρὸς εὐνοῦχον, ἀνίκανος πρὸς συνουσίαν, Ἱππ. π. Ἀέρ. 293, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 7, 15. ΙΙ. μεταφ., εἶδος σικυοῦ ἄνευ σπόρων, ἀντίθετον τῷ σπερματίας, οὐχ ὁρᾷς ὅτι ὁ... Λέαγρος... περιέρχεται σικυοῦ πέπονος εὐνουχίου κνήμας ἔχων; Πλάτ. Κωμ. ἐν «Λαΐῳ» 1· ὡς ὄνομα δένδρων τινῶν φοινικοφόρων, Ἀριστ. Ἀποσπ. 250· εὐν. κάλαμοι, οἱ τοῦ Πλινίου spadones, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 11, 4.

Greek Monolingual

εὐνουχίας, ὁ (Α) ευνούχος
1. αυτός που μοιάζει με ευνούχο, ο ανίκανος για συνουσία («ἄγονοι γίγνονται καὶ γυναῖκες καὶ ἄνδρες
ὥστε τὰς μὲν μὴ ἡβᾱν, τοὺς δὲ μὴ γενειᾱν ἀλλ' εὐνουχίας διατελεῖν ὄντας», Αριστοτ.)
2. μτφ. είδος πεπονιού χωρίς σπόρους
3. φρ. «εὐνουχίαι κάλαμοι» — καλάμια χωρίς θύσανο
4. είδος φοινικοφόρων δένδρων.