κορυφιστής: Difference between revisions
From LSJ
οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship
(6_19) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=koryfistis | |Transliteration C=koryfistis | ||
|Beta Code=korufisth/s | |Beta Code=korufisth/s | ||
|Definition= | |Definition=κορυφιστοῦ, ὁ, [[fillet]] or [[diadem]], esp. as a woman's [[headdress]]; also, = κεκρυφάλου τὸ μέσον [[ῥάμμα]], Id. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κορυφιστής''': -οῦ, ὁ, [[ταινία]], [[διάδημα]], ἰδίως ὡς [[κεφαλόδεσμος]] [[γυναικεῖος]]· [[ὡσαύτως]], ὁ [[γῦρος]] τοῦ πίλου ἢ «σκούφου», πρβλ. [[κεκρύφαλος]]· ― Ἡσύχ. ἔχει κορυφαστήρ, ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας. 2) = [[κορυφαία]] Ι, ὁ αὐτ. | |lstext='''κορυφιστής''': -οῦ, ὁ, [[ταινία]], [[διάδημα]], ἰδίως ὡς [[κεφαλόδεσμος]] [[γυναικεῖος]]· [[ὡσαύτως]], ὁ [[γῦρος]] τοῦ πίλου ἢ «σκούφου», πρβλ. [[κεκρύφαλος]]· ― Ἡσύχ. ἔχει κορυφαστήρ, ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας. 2) = [[κορυφαία]] Ι, ὁ αὐτ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κορυφιστής]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[διάδημα]], [[ταινία]] της κεφαλής<br /><b>2.</b> ο [[γύρος]] του σκούφου ή του ψάθινου καπέλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κορυφή]], μέσω ενός αμάρτυρου <i>κορυφίζω</i>]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ὁ, = [[κορυφιστήρ]]; nach Hesych. <i>ein Hauptschmuck der [[Frauen]]</i>, τὸ περὶ τὴν κεφαλὴν [[χρυσίον]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:18, 25 August 2023
English (LSJ)
κορυφιστοῦ, ὁ, fillet or diadem, esp. as a woman's headdress; also, = κεκρυφάλου τὸ μέσον ῥάμμα, Id.
Greek (Liddell-Scott)
κορυφιστής: -οῦ, ὁ, ταινία, διάδημα, ἰδίως ὡς κεφαλόδεσμος γυναικεῖος· ὡσαύτως, ὁ γῦρος τοῦ πίλου ἢ «σκούφου», πρβλ. κεκρύφαλος· ― Ἡσύχ. ἔχει κορυφαστήρ, ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας. 2) = κορυφαία Ι, ὁ αὐτ.
Greek Monolingual
κορυφιστής, ὁ (Α)
1. διάδημα, ταινία της κεφαλής
2. ο γύρος του σκούφου ή του ψάθινου καπέλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορυφή, μέσω ενός αμάρτυρου κορυφίζω].
German (Pape)
ὁ, = κορυφιστήρ; nach Hesych. ein Hauptschmuck der Frauen, τὸ περὶ τὴν κεφαλὴν χρυσίον.