Λυδιστί: Difference between revisions
οἱ βάρβαροι τῇ ἀλήκτῳ συνουσίᾳ ὑπνώθησαν → the barbarians, exhausted by unremitting intercourse, fell asleep
(6_3) |
|||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 7: | Line 7: | ||
|Transliteration B=Lydisti | |Transliteration B=Lydisti | ||
|Transliteration C=Lydisti | |Transliteration C=Lydisti | ||
|Beta Code= | |Beta Code=*ludisti/ | ||
|Definition=[ῐ], Adv. | |Definition=[ῐ], Adv. [[after the Lydian fashion]], Cratin. 256; in Music, [[in the Lydian mode]], Pl.''La.''188d; ἡ Λ. ἁρμονία Id.''R.''398e, cf. [[Aristotle|Arist.]]''[[Politica|Pol.]]''1342b32, Plu.2.1134b. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Λῡδιστί''': [ῐ], Ἐπίρρ., κατὰ τὴν γλῶσσαν τῶν Λυδῶν, κατὰ τὸν τρόπον τῶν Λυδῶν, Κρατῖν. ἐν «Ὥραις» 2, Πλάτ. Λάχ. 188D· ἐν τῇ Μουσικῇ, κατὰ τὴν Λυδικὴν ἁρμονίαν, ἡ Λ. [[ἁρμονία]] Πλάτ. Πολ. 398Ε, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 7, 15, Πλούτ. 2. 1184Β. | |lstext='''Λῡδιστί''': [ῐ], Ἐπίρρ., κατὰ τὴν γλῶσσαν τῶν Λυδῶν, κατὰ τὸν τρόπον τῶν Λυδῶν, Κρατῖν. ἐν «Ὥραις» 2, Πλάτ. Λάχ. 188D· ἐν τῇ Μουσικῇ, κατὰ τὴν Λυδικὴν ἁρμονίαν, ἡ Λ. [[ἁρμονία]] Πλάτ. Πολ. 398Ε, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 7, 15, Πλούτ. 2. 1184Β. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''Λῡδιστί:''' [ῐ], επίρρ., κατά τη [[γλώσσα]] των Λυδών, κατά τον τρόπο, κατά τα ήθη των Λυδών, σε Πλάτ.· λέγεται για τη [[μουσική]], κατά τη Λυδική [[αρμονία]], ἡ Λυδιστὶ [[ἁρμονία]], στον ίδ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=<br />in the Lydian [[tongue]], [[after]] the Lydian [[fashion]], Plat.: of Music, in the Lydian [[mode]], ἡ Λ. [[ἁρμονία]] Plat. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 17:27, 21 November 2024
English (LSJ)
[ῐ], Adv. after the Lydian fashion, Cratin. 256; in Music, in the Lydian mode, Pl.La.188d; ἡ Λ. ἁρμονία Id.R.398e, cf. Arist.Pol.1342b32, Plu.2.1134b.
Greek (Liddell-Scott)
Λῡδιστί: [ῐ], Ἐπίρρ., κατὰ τὴν γλῶσσαν τῶν Λυδῶν, κατὰ τὸν τρόπον τῶν Λυδῶν, Κρατῖν. ἐν «Ὥραις» 2, Πλάτ. Λάχ. 188D· ἐν τῇ Μουσικῇ, κατὰ τὴν Λυδικὴν ἁρμονίαν, ἡ Λ. ἁρμονία Πλάτ. Πολ. 398Ε, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 7, 15, Πλούτ. 2. 1184Β.
Greek Monotonic
Λῡδιστί: [ῐ], επίρρ., κατά τη γλώσσα των Λυδών, κατά τον τρόπο, κατά τα ήθη των Λυδών, σε Πλάτ.· λέγεται για τη μουσική, κατά τη Λυδική αρμονία, ἡ Λυδιστὶ ἁρμονία, στον ίδ.
Middle Liddell
in the Lydian tongue, after the Lydian fashion, Plat.: of Music, in the Lydian mode, ἡ Λ. ἁρμονία Plat.