ὑπερβολικός: Difference between revisions

From LSJ

χρόνος ἐστὶ δάνος, τὸ ζῆν πικρός ἐσθ' ὁ δανίσας → time is a loan, and he who lent you life is a hard creditor | time is on loan and life's lender is a prick

Source
(6_11)
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ypervolikos
|Transliteration C=ypervolikos
|Beta Code=u(perboliko/s
|Beta Code=u(perboliko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">hyperbolical, extravagant</b>, <span class="bibl">Plb.18.46.13</span>; <b class="b3">ὑ. σχήματα</b> <b class="b2">exaggerated</b> attitudes, Gal.18(2).57: fem. as Subst., <b class="b3">μηδεμίαν ὑπερβολικὴν ποιουμένοις</b> committing no <b class="b2">extravagance</b>, Milet. 7.69 (Didyma, ii B. C.). Adv. -κῶς, ὑ. ἀποφαίνεσθαι <span class="bibl">Plb.2.62.9</span>, cf. Phld.<span class="title">Mus.</span>p.72 K., Gal.17(2).209, al.; -ώτερον εἰπεῖν <span class="bibl">Plb.7.11.8</span>.</span>
|Definition=ὑπερβολική, ὑπερβολικόν, [[excessive]], [[hyperbolical]], [[extravagant]], Plb.18.46.13; <b class="b3">ὑ. σχήματα</b> [[exaggerated]] [[attitude]]s, Gal.18(2).57: fem. as [[substantive]], <b class="b3">μηδεμίαν ὑπερβολικὴν ποιουμένοις</b> committing no [[extravagance]], Milet. 7.69 (Didyma, ii B. C.). Adv. [[ὑπερβολικῶς]] = [[in excess]], [[in an exaggerated way]], [[beyond measure]], [[ὑπερβολικῶς]] [[ἀποφαίνεσθαι]] Plb.2.62.9, cf. Phld.''Mus.''p.72 K., Gal.17(2).209, al.; ὑπερβολικώτερον εἰπεῖν Plb.7.11.8.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1193.png Seite 1193]] ή, όν, übertrieben, übermäßig, hyperbolisch, [[εὐχαριστία]] Pol. 18, 29, 13, u. Sp., bes. Gramm. u. Rhett.; auch adv., μικρῷ ὑπερβολικώτερον εἰπεῖν Pol. 7, 12, 8.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1193.png Seite 1193]] ή, όν, übertrieben, übermäßig, hyperbolisch, [[εὐχαριστία]] Pol. 18, 29, 13, u. Sp., bes. Gramm. u. Rhett.; auch adv., μικρῷ ὑπερβολικώτερον εἰπεῖν Pol. 7, 12, 8.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπερβολικός:''' [[неумеренный]], [[преувеличенный]] ([[εὐχαριστία]] Polyb.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπερβολικός''': -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, ὁ εἰς ὑπερβολὴν ἀνήκων, [[ὑπέρμετρος]], ὑπερβολικὴ [[εὐχαριστία]] Πολύβ. 18. 29, 13. - Ἐπίρρ. ὑπερβολικῶς, ὑπερβ. ἀποκρινόμενος ὁ αὐτ. 2. 62, 9· λέγειν ὑπερβολικῶς ὁ αὐτ. 5. 32, 2 μικρῷ ὑπερβολικώτερον εἰπεῖν ὁ αὐτ. 7. 12, 8.
|lstext='''ὑπερβολικός''': -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, ὁ εἰς ὑπερβολὴν ἀνήκων, [[ὑπέρμετρος]], ὑπερβολικὴ [[εὐχαριστία]] Πολύβ. 18. 29, 13. - Ἐπίρρ. [[ὑπερβολικῶς]], ὑπερβ. ἀποκρινόμενος ὁ αὐτ. 2. 62, 9· λέγειν ὑπερβολικῶς ὁ αὐτ. 5. 32, 2 μικρῷ ὑπερβολικώτερον εἰπεῖν ὁ αὐτ. 7. 12, 8.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[ὑπερβολικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[υπερβολή]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[υπερβολή]], αυτός που περιέχει [[υπερβολή]] (α. «έχει [[πάντα]] υπερβολικές αξιώσεις» β. «δοκούσης δὲ τῆς εὐχαριστίας ὑπερβολικῆς [[γενέσθαι]]», <b>Πολ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που υπερβαίνει το συνηθισμένο ή το ανεκτό όριο («υπερβολική [[ζέστη]]»)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που υπερβάλλει, που μεγαλοποιεί τα πράγματα («[[είναι]] [[πάντοτε]] [[υπερβολικός]] στις κρίσεις του»)<br /><b>3.</b> <b>μαθημ.</b> αυτός που έχει [[σχήμα]] ή [[μορφή]] υπερβολής<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ὑπερβολική</i><br />η [[υπερβολή]], η [[επιτήδευση]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>[[υπερβολικώς]]</i> / <i>[[ὑπερβολικῶς]]</i> ΝΜΑ, και <i>[[υπερβολικά]]</i> Ν<br />με [[υπερβολή]], [[πέρα]] από τα συνήθη ή τα κανονικά [[μέτρα]].
}}
}}

Latest revision as of 10:24, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερβολικός Medium diacritics: ὑπερβολικός Low diacritics: υπερβολικός Capitals: ΥΠΕΡΒΟΛΙΚΟΣ
Transliteration A: hyperbolikós Transliteration B: hyperbolikos Transliteration C: ypervolikos Beta Code: u(perboliko/s

English (LSJ)

ὑπερβολική, ὑπερβολικόν, excessive, hyperbolical, extravagant, Plb.18.46.13; ὑ. σχήματα exaggerated attitudes, Gal.18(2).57: fem. as substantive, μηδεμίαν ὑπερβολικὴν ποιουμένοις committing no extravagance, Milet. 7.69 (Didyma, ii B. C.). Adv. ὑπερβολικῶς = in excess, in an exaggerated way, beyond measure, ὑπερβολικῶς ἀποφαίνεσθαι Plb.2.62.9, cf. Phld.Mus.p.72 K., Gal.17(2).209, al.; ὑπερβολικώτερον εἰπεῖν Plb.7.11.8.

German (Pape)

[Seite 1193] ή, όν, übertrieben, übermäßig, hyperbolisch, εὐχαριστία Pol. 18, 29, 13, u. Sp., bes. Gramm. u. Rhett.; auch adv., μικρῷ ὑπερβολικώτερον εἰπεῖν Pol. 7, 12, 8.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερβολικός: неумеренный, преувеличенный (εὐχαριστία Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερβολικός: -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, ὁ εἰς ὑπερβολὴν ἀνήκων, ὑπέρμετρος, ὑπερβολικὴ εὐχαριστία Πολύβ. 18. 29, 13. - Ἐπίρρ. ὑπερβολικῶς, ὑπερβ. ἀποκρινόμενος ὁ αὐτ. 2. 62, 9· λέγειν ὑπερβολικῶς ὁ αὐτ. 5. 32, 2 μικρῷ ὑπερβολικώτερον εἰπεῖν ὁ αὐτ. 7. 12, 8.

Greek Monolingual

-ή, -ό / ὑπερβολικός, -ή, -όν, ΝΜΑ υπερβολή
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υπερβολή, αυτός που περιέχει υπερβολή (α. «έχει πάντα υπερβολικές αξιώσεις» β. «δοκούσης δὲ τῆς εὐχαριστίας ὑπερβολικῆς γενέσθαι», Πολ.)
νεοελλ.
1. αυτός που υπερβαίνει το συνηθισμένο ή το ανεκτό όριο («υπερβολική ζέστη»)
2. (για πρόσ.) αυτός που υπερβάλλει, που μεγαλοποιεί τα πράγματα («είναι πάντοτε υπερβολικός στις κρίσεις του»)
3. μαθημ. αυτός που έχει σχήμα ή μορφή υπερβολής
αρχ.
το θηλ. ως ουσ. ἡ ὑπερβολική
η υπερβολή, η επιτήδευση.
επίρρ...
υπερβολικώς / ὑπερβολικῶς ΝΜΑ, και υπερβολικά Ν
με υπερβολή, πέρα από τα συνήθη ή τα κανονικά μέτρα.