ὀριγανίτης: Difference between revisions

From LSJ

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c
(6_2)
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=origanitis
|Transliteration C=origanitis
|Beta Code=o)rigani/ths
|Beta Code=o)rigani/ths
|Definition=[νῑ]<b class="b3"> οἶνος, ὁ,</b> wine <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">flavoured with</b> <b class="b3">ὀρίγανον</b>, Dsc.5.51, Philum. ap. <span class="bibl">Orib.45.29.48</span>.</span>
|Definition=[νῑ] [[οἶνος]], ὁ, wine [[flavoured with]] [[ὀρίγανον]], Dsc.5.51, Philum. ap. Orib.45.29.48.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀρῑγᾰνίτης''': [[οἶνος]], ὁ, παρασκευασμένος [[μετὰ]] ὀριγάνου, «[[ὀριγανίτης]] δι’ ὀριγάνου ἡρακλεωτικῆς σκευάζεται ὁμοίως τῷ θυμίτῃ» Διοσκ. 5. 61.
|lstext='''ὀρῑγᾰνίτης''': [[οἶνος]], ὁ, παρασκευασμένος μετὰ ὀριγάνου, «[[ὀριγανίτης]] δι’ ὀριγάνου ἡρακλεωτικῆς σκευάζεται ὁμοίως τῷ θυμίτῃ» Διοσκ. 5. 61.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀριγανίτης]], ὁ (Α)<br />[[οίνος]] αρωματισμένος με [[ρίγανη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀρίγανον]] «[[ρίγανη]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ίτης]] ([[πρβλ]]. [[Καλαμίτης]])].
}}
}}

Latest revision as of 11:31, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρῑγᾰνίτης Medium diacritics: ὀριγανίτης Low diacritics: οριγανίτης Capitals: ΟΡΙΓΑΝΙΤΗΣ
Transliteration A: origanítēs Transliteration B: origanitēs Transliteration C: origanitis Beta Code: o)rigani/ths

English (LSJ)

[νῑ] οἶνος, ὁ, wine flavoured with ὀρίγανον, Dsc.5.51, Philum. ap. Orib.45.29.48.

German (Pape)

[Seite 377] οἶνος, ὁ, mit ὀρίγανον abgezogener Wein, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρῑγᾰνίτης: οἶνος, ὁ, παρασκευασμένος μετὰ ὀριγάνου, «ὀριγανίτης δι’ ὀριγάνου ἡρακλεωτικῆς σκευάζεται ὁμοίως τῷ θυμίτῃ» Διοσκ. 5. 61.

Greek Monolingual

ὀριγανίτης, ὁ (Α)
οίνος αρωματισμένος με ρίγανη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρίγανον «ρίγανη» + επίθημα -ίτης (πρβλ. Καλαμίτης)].