ἀβρίξ: Difference between revisions

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
(6_3)
mNo edit summary
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=ἀβρίξ
|Medium diacritics=ἀβρίξ
|Low diacritics=αβρίξ
|Capitals=ΑΒΡΙΞ
|Transliteration A=abríx
|Transliteration B=abrix
|Transliteration C=avriks
|Beta Code=a)bri/c
|Definition=[[watchfully]]; v. [[ἄβρικτος]].
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0004.png Seite 4]] ([[βρίζω]]), schlaflos, munter, Eur. Rhes. 736, nach Musgr. Emend. für ἄβριζε.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0004.png Seite 4]] ([[βρίζω]]), [[schlaflos]], [[munter]], Eur. Rhes. 736, nach Musgr. Emend. für ἄβριζε.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀβρίξ''': «[[ἐγρηγόρως]]», Ἡσύχ. Ἔν τισι παλαιαῖς ἐκδόσεσι τοῦ Εὐριπίδου ἐφέρετο ἡ [[λέξις]] [[ἀβρίξ]], ἀλλ’ αἱ νεώτεραι ἐκδόσεις διορθοῦσι τὸ [[χωρίον]] ἐν ᾧ εὑρίσκετο: «σίγα πᾶς, ὑφιζ’· [[ἴσως]] γὰρ εἰς βόλον τις ἔρχεται». Εὐρ. Ρῆσ. 730. Ἐκδ. Γ. Δινδορφίου, ἴδ. καὶ τὴν τοῦ F. A. Paley London. 1872.
|lstext='''ἀβρίξ''': «[[ἐγρηγόρως]]», Ἡσύχ. Ἔν τισι παλαιαῖς ἐκδόσεσι τοῦ Εὐριπίδου ἐφέρετο ἡ [[λέξις]] [[ἀβρίξ]], ἀλλ’ αἱ νεώτεραι ἐκδόσεις διορθοῦσι τὸ [[χωρίον]] ἐν ᾧ εὑρίσκετο: «σίγα πᾶς, ὑφιζ’· [[ἴσως]] γὰρ εἰς βόλον τις ἔρχεται». Εὐρ. Ρῆσ. 730. Ἐκδ. Γ. Δινδορφίου, ἴδ. καὶ τὴν τοῦ F. A. Paley London. 1872.
}}
}}

Latest revision as of 12:45, 23 December 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀβρίξ Medium diacritics: ἀβρίξ Low diacritics: αβρίξ Capitals: ΑΒΡΙΞ
Transliteration A: abríx Transliteration B: abrix Transliteration C: avriks Beta Code: a)bri/c

English (LSJ)

watchfully; v. ἄβρικτος.

German (Pape)

[Seite 4] (βρίζω), schlaflos, munter, Eur. Rhes. 736, nach Musgr. Emend. für ἄβριζε.

Greek (Liddell-Scott)

ἀβρίξ: «ἐγρηγόρως», Ἡσύχ. Ἔν τισι παλαιαῖς ἐκδόσεσι τοῦ Εὐριπίδου ἐφέρετο ἡ λέξις ἀβρίξ, ἀλλ’ αἱ νεώτεραι ἐκδόσεις διορθοῦσι τὸ χωρίον ἐν ᾧ εὑρίσκετο: «σίγα πᾶς, ὑφιζ’· ἴσως γὰρ εἰς βόλον τις ἔρχεται». Εὐρ. Ρῆσ. 730. Ἐκδ. Γ. Δινδορφίου, ἴδ. καὶ τὴν τοῦ F. A. Paley London. 1872.