ὀργιαστικός: Difference between revisions

From LSJ

γοῦν Ἀνάγυρός μοι κεκινῆσθαι δοκεῖ → did somebody fart, seems to me the Anagyros has been stirred up, I knew someone was raising a stink, the fat is in the fire

Source
(6_11)
m (LSJ1 replacement)
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=orgiastikos
|Transliteration C=orgiastikos
|Beta Code=o)rgiastiko/s
|Beta Code=o)rgiastiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of</b> or <b class="b2">for</b> <b class="b3">ὄργια</b>, <b class="b2">exciting</b>, οὐκ ἔστιν ὁ αὐλὸς ἠθικόν, ἀλλὰ . . ὀργιαστικόν <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1341a22</span> ; <b class="b3">ὀ. καὶ παθητικά</b> ib.<span class="bibl">1342b3</span>.</span>
|Definition=ὀργιαστική, ὀργιαστικόν, of or for [[ὄργια]], [[exciting]], οὐκ ἔστιν ὁ αὐλὸς ἠθικόν, ἀλλὰ.. ὀργιαστικόν Arist.''Pol.''1341a22; <b class="b3">ὀ. καὶ παθητικά</b> ib.1342b3.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0370.png Seite 370]] die Feier der Orgien betreffend, enthusiastisch, begeistert, Arist. pol. 8, 6 u. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0370.png Seite 370]] die Feier der Orgien betreffend, enthusiastisch, begeistert, Arist. pol. 8, 6 u. Sp.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui se plaît aux mystères, aux orgies ; porté à l'enthousiasme, inspiré.<br />'''Étymologie:''' [[ὀργιάζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀργιαστικός:''' [[возбуждающий энтузиазм]], [[приводящий в исступление]] (своими звуками) (ὁ [[αὐλός]] Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀργιαστικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς [[ὄργια]], [[διεγερτικός]], οὐκ ἔστιν ὁ αὐλὸς ἠθικόν, ἀλλὰ ... ὀργιαστικὸν Ἀριστ. Πολιτικ. 9. 6, 9· ὀργ. καὶ παθητικὰ [[αὐτόθι]] 8. 7, 9.
|lstext='''ὀργιαστικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς [[ὄργια]], [[διεγερτικός]], οὐκ ἔστιν ὁ αὐλὸς ἠθικόν, ἀλλὰ ... ὀργιαστικὸν Ἀριστ. Πολιτικ. 9. 6, 9· ὀργ. καὶ παθητικὰ [[αὐτόθι]] 8. 7, 9.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ὀργιαστικός]], -ή, -όν) [[οργιάζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε όργια, σε ακολασίες ή σε οργιαστές<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σχετικός]] με την [[τελετή]] τών θρησκευτικών οργίων<br /><b>2.</b> [[διεγερτικός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀργιαστικός:''' -ή, -όν, [[κατάλληλος]] για ιεροπραξίες, [[συναρπαστικός]], σε Αριστ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ὀργιαστικός]], ή, όν [from [[ὀργιάζω]]<br />fit for [[orgies]], [[exciting]], Arist.
}}
}}

Latest revision as of 11:00, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀργιαστικός Medium diacritics: ὀργιαστικός Low diacritics: οργιαστικός Capitals: ΟΡΓΙΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: orgiastikós Transliteration B: orgiastikos Transliteration C: orgiastikos Beta Code: o)rgiastiko/s

English (LSJ)

ὀργιαστική, ὀργιαστικόν, of or for ὄργια, exciting, οὐκ ἔστιν ὁ αὐλὸς ἠθικόν, ἀλλὰ.. ὀργιαστικόν Arist.Pol.1341a22; ὀ. καὶ παθητικά ib.1342b3.

German (Pape)

[Seite 370] die Feier der Orgien betreffend, enthusiastisch, begeistert, Arist. pol. 8, 6 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui se plaît aux mystères, aux orgies ; porté à l'enthousiasme, inspiré.
Étymologie: ὀργιάζω.

Russian (Dvoretsky)

ὀργιαστικός: возбуждающий энтузиазм, приводящий в исступление (своими звуками) (ὁ αὐλός Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀργιαστικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ὄργια, διεγερτικός, οὐκ ἔστιν ὁ αὐλὸς ἠθικόν, ἀλλὰ ... ὀργιαστικὸν Ἀριστ. Πολιτικ. 9. 6, 9· ὀργ. καὶ παθητικὰ αὐτόθι 8. 7, 9.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ὀργιαστικός, -ή, -όν) οργιάζω
νεοελλ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε όργια, σε ακολασίες ή σε οργιαστές
αρχ.
1. σχετικός με την τελετή τών θρησκευτικών οργίων
2. διεγερτικός.

Greek Monotonic

ὀργιαστικός: -ή, -όν, κατάλληλος για ιεροπραξίες, συναρπαστικός, σε Αριστ.

Middle Liddell

ὀργιαστικός, ή, όν [from ὀργιάζω
fit for orgies, exciting, Arist.