πυριατός: Difference between revisions

From LSJ

ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it

Source
(6_11)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pyriatos
|Transliteration C=pyriatos
|Beta Code=puriato/s
|Beta Code=puriato/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">heated in</b> or <b class="b2">for a bath</b>, κέραμος Gal.19.86; but πυριατόν· <b class="b3">τὸ ἑφθὸν πυρί, ὃ γίνεται ἐκ τοῦ πρώτου γάλακτος</b>, Hsch.</span>
|Definition=πυριατή, πυριατόν, [[heated in]] or [[for a bath]], κέραμος Gal.19.86; but πυριατόν· <b class="b3">τὸ ἑφθὸν πυρί, ὃ γίνεται ἐκ τοῦ πρώτου γάλακτος</b>, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πῠριᾱτός''': -ή, -όν, θερμαινόμενος ἐν πυριατηρίῳ ἢ [[χρήσιμος]] πρὸς πυρίασιν, [[κέραμος]], Γαλην.
|lstext='''πῠριᾱτός''': -ή, -όν, θερμαινόμενος ἐν πυριατηρίῳ ἢ [[χρήσιμος]] πρὸς πυρίασιν, [[κέραμος]], Γαλην.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[πυριῶ]]<br /><b>1.</b> ο θερμαινόμενος σε [[λουτρό]] ή με [[λουτρό]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «πυριατὸν τὸ ἑφθὸν πυρί, ὅ γίνεται ἐκ τοῦ πρώτου γάλακτος».
}}
}}

Latest revision as of 09:15, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠριᾱτός Medium diacritics: πυριατός Low diacritics: πυριατός Capitals: ΠΥΡΙΑΤΟΣ
Transliteration A: pyriatós Transliteration B: pyriatos Transliteration C: pyriatos Beta Code: puriato/s

English (LSJ)

πυριατή, πυριατόν, heated in or for a bath, κέραμος Gal.19.86; but πυριατόν· τὸ ἑφθὸν πυρί, ὃ γίνεται ἐκ τοῦ πρώτου γάλακτος, Hsch.

German (Pape)

[Seite 822] durch das trockene Schwitzbad erwärmt, Sp. = πυριάτη.

Greek (Liddell-Scott)

πῠριᾱτός: -ή, -όν, θερμαινόμενος ἐν πυριατηρίῳ ἢ χρήσιμος πρὸς πυρίασιν, κέραμος, Γαλην.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α πυριῶ
1. ο θερμαινόμενος σε λουτρό ή με λουτρό
2. (κατά τον Ησύχ.) «πυριατὸν τὸ ἑφθὸν πυρί, ὅ γίνεται ἐκ τοῦ πρώτου γάλακτος».