μαντευτικός: Difference between revisions
From LSJ
οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)
(6_11) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=manteftikos | |Transliteration C=manteftikos | ||
|Beta Code=manteutiko/s | |Beta Code=manteutiko/s | ||
|Definition= | |Definition=μαντευτική, μαντευτικόν, of or for [[divination]]: ἡ [[μαντευτική]] (''[[sc.]]'' [[τέχνη]]), = [[μαντεία]], [[falsa lectio|f.l.]] in E.''Ba.''299 as cited by Plu.2.432e. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μαντευτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς μαντείαν· - ἡ -κή (ἐνν. [[τέχνη]]) = [[μαντεία]], Πλούτ. 2. 432Ε. | |lstext='''μαντευτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς μαντείαν· - ἡ -κή (ἐνν. [[τέχνη]]) = [[μαντεία]], Πλούτ. 2. 432Ε. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[μαντευτικός]], -ή, -όν) [[μαντεύω]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[μαντεία]], [[μαντικός]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>zum [[Wahrsagen]] [[gehörig]], [[geschickt]]</i>, Hesych.; ἡ μ., <i>prophetische [[Kraft]]</i>, Plut. <i>def. Or</i>. 40. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 13:24, 25 August 2023
English (LSJ)
μαντευτική, μαντευτικόν, of or for divination: ἡ μαντευτική (sc. τέχνη), = μαντεία, f.l. in E.Ba.299 as cited by Plu.2.432e.
Greek (Liddell-Scott)
μαντευτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς μαντείαν· - ἡ -κή (ἐνν. τέχνη) = μαντεία, Πλούτ. 2. 432Ε.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α μαντευτικός, -ή, -όν) μαντεύω
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μαντεία, μαντικός.
German (Pape)
zum Wahrsagen gehörig, geschickt, Hesych.; ἡ μ., prophetische Kraft, Plut. def. Or. 40.