εὐδεινός: Difference between revisions
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
(6_10) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=evdeinos | |Transliteration C=evdeinos | ||
|Beta Code=eu)deino/s | |Beta Code=eu)deino/s | ||
|Definition= | |Definition=εὐδεινή, εὐδεινόν, later contr. of [[εὐδιεινός]], Orph.''H.''22.5 codd.: Comp. -ότερος ''An.Ox.''2.207; also [[εὐδινή]] ([[varia lectio|v.l.]] -[[διεινή]]) Str.6.3.9, cf. ''OGI'' 194.22 (Egypt, i B.C.), [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐδεινός''': -ή, -όν, = [[εὐδιεινός]], Ἀνέκδ. Ὀξ. 2. 207, ἐν τῷ Συγκρ. -ότερος, [[ἐντεῦθεν]] πιθανῶς, εὐδεινοὺς λιμένας ἐπανορθωτέον ἀντὶ εὐδινοὺς ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 4717. 22, καὶ εὐδεινότατος ἀντὶ εὐδινώτατος ἐν Εὐσεβ. Ἐκκλ. Ἱστ. 9. 7, περὶ τῶν ἐν Παλ. Μαρτυρ. 9. | |lstext='''εὐδεινός''': -ή, -όν, = [[εὐδιεινός]], Ἀνέκδ. Ὀξ. 2. 207, ἐν τῷ Συγκρ. -ότερος, [[ἐντεῦθεν]] πιθανῶς, εὐδεινοὺς λιμένας ἐπανορθωτέον ἀντὶ εὐδινοὺς ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 4717. 22, καὶ εὐδεινότατος ἀντὶ εὐδινώτατος ἐν Εὐσεβ. Ἐκκλ. Ἱστ. 9. 7, περὶ τῶν ἐν Παλ. Μαρτυρ. 9. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=εὐδεινὸς και [[εὐδινός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>βλ.</b> [[ευδιεινός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ευδιεινός]] με [[συγκοπή]] του <i>ι</i>]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:48, 25 August 2023
English (LSJ)
εὐδεινή, εὐδεινόν, later contr. of εὐδιεινός, Orph.H.22.5 codd.: Comp. -ότερος An.Ox.2.207; also εὐδινή (v.l. -διεινή) Str.6.3.9, cf. OGI 194.22 (Egypt, i B.C.), Hsch.
German (Pape)
[Seite 1061] Opp. H. 21, 5, l. d. S. εὐδιεινός.
Greek (Liddell-Scott)
εὐδεινός: -ή, -όν, = εὐδιεινός, Ἀνέκδ. Ὀξ. 2. 207, ἐν τῷ Συγκρ. -ότερος, ἐντεῦθεν πιθανῶς, εὐδεινοὺς λιμένας ἐπανορθωτέον ἀντὶ εὐδινοὺς ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 4717. 22, καὶ εὐδεινότατος ἀντὶ εὐδινώτατος ἐν Εὐσεβ. Ἐκκλ. Ἱστ. 9. 7, περὶ τῶν ἐν Παλ. Μαρτυρ. 9.
Greek Monolingual
εὐδεινὸς και εὐδινός, -ή, -όν (Α)
βλ. ευδιεινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευδιεινός με συγκοπή του ι].