παρεκτικός: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
(6_11)
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=parektikos
|Transliteration C=parektikos
|Beta Code=parektiko/s
|Beta Code=parektiko/s
|Definition=ή, όν, (παρέχω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">able to cause</b>, Stoic.2.119; ἀλγηδόνος <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>7.203</span>, cf. <span class="bibl">Alex.Aphr. <span class="title">in Metaph.</span>58.29</span>; ἐλπίδος Gal.17(2).147; δυάδος <span class="title">Theol.Ar.</span>6 ; τοῦ εὖ <span class="bibl">Procl.<span class="title">Inst.</span>9</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">liberal</b>, <span class="bibl">Ar.Byz. <span class="title">Epit.</span>43.7</span> (Comp.), Vett. Val.<span class="bibl">47.3</span>, al.</span>
|Definition=παρεκτική, παρεκτικόν, ([[παρέχω]])<br><span class="bld">A</span> [[able to cause]], Stoic.2.119; ἀλγηδόνος S.E.''M.''7.203, cf. Alex.Aphr. ''in Metaph.''58.29; ἐλπίδος Gal.17(2).147; δυάδος ''Theol.Ar.''6; τοῦ εὖ Procl.''Inst.''9.<br><span class="bld">II</span> [[liberal]], Ar.Byz. ''Epit.''43.7 (Comp.), Vett. Val.47.3, al.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0514.png Seite 514]] ή, όν, zum Darreichen od. Geben geschickt, geneigt, darreichend, Sp., wie Schol. Soph. O. R. 24; ἀλγηδόνος, S. Emp. adv. math. 7, 203.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0514.png Seite 514]] ή, όν, zum Darreichen od. Geben geschickt, geneigt, darreichend, Sp., wie Schol. Soph. O. R. 24; ἀλγηδόνος, S. Emp. adv. math. 7, 203.
}}
{{elru
|elrutext='''παρεκτικός:''' [[доставляющий]], [[причиняющий]]: τὸ τῆς ἀλγηδόνος παρεκτικόν Sext. то, что причиняет боль.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''παρεκτικός''': ή,όν, ὁ δυνάμενος νὰ παράσχῃ, νὰ προξενήσῃ τι, τὸ τῆς ἀλγηδόνος παρεκτικὸν Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7.203 · θερμότητος Γαλην., κτλ.· - τὸ παρεκτικόν, ἡ [[ἰδιότης]] τοῦ παρέχειν, τοῦ προξενεῖν, Κλήμ. Ἀλ. 929.
|lstext='''παρεκτικός''': ή,όν, ὁ δυνάμενος νὰ παράσχῃ, νὰ προξενήσῃ τι, τὸ τῆς ἀλγηδόνος παρεκτικὸν Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7.203 · θερμότητος Γαλην., κτλ.· - τὸ παρεκτικόν, ἡ [[ἰδιότης]] τοῦ παρέχειν, τοῦ προξενεῖν, Κλήμ. Ἀλ. 929.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[παρέχω]]<br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί να παρέχει, να επιφέρει [[κάτι]], ο [[παραίτιος]] (α. «παρεκτικὸς ἀλγηδόνος», Σέξτ. Εμπ.<br />β. «παρεκτικὸς ἐλπίδος», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[γενναιόδωρος]], [[κουβαρντάς]], [[ελευθέριος]].
}}
}}

Latest revision as of 10:37, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρεκτικός Medium diacritics: παρεκτικός Low diacritics: παρεκτικός Capitals: ΠΑΡΕΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: parektikós Transliteration B: parektikos Transliteration C: parektikos Beta Code: parektiko/s

English (LSJ)

παρεκτική, παρεκτικόν, (παρέχω)
A able to cause, Stoic.2.119; ἀλγηδόνος S.E.M.7.203, cf. Alex.Aphr. in Metaph.58.29; ἐλπίδος Gal.17(2).147; δυάδος Theol.Ar.6; τοῦ εὖ Procl.Inst.9.
II liberal, Ar.Byz. Epit.43.7 (Comp.), Vett. Val.47.3, al.

German (Pape)

[Seite 514] ή, όν, zum Darreichen od. Geben geschickt, geneigt, darreichend, Sp., wie Schol. Soph. O. R. 24; ἀλγηδόνος, S. Emp. adv. math. 7, 203.

Russian (Dvoretsky)

παρεκτικός: доставляющий, причиняющий: τὸ τῆς ἀλγηδόνος παρεκτικόν Sext. то, что причиняет боль.

Greek (Liddell-Scott)

παρεκτικός: ή,όν, ὁ δυνάμενος νὰ παράσχῃ, νὰ προξενήσῃ τι, τὸ τῆς ἀλγηδόνος παρεκτικὸν Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7.203 · θερμότητος Γαλην., κτλ.· - τὸ παρεκτικόν, ἡ ἰδιότης τοῦ παρέχειν, τοῦ προξενεῖν, Κλήμ. Ἀλ. 929.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α παρέχω
1. αυτός που μπορεί να παρέχει, να επιφέρει κάτι, ο παραίτιος (α. «παρεκτικὸς ἀλγηδόνος», Σέξτ. Εμπ.
β. «παρεκτικὸς ἐλπίδος», Γαλ.)
2. γενναιόδωρος, κουβαρντάς, ελευθέριος.