φυσιουργός: Difference between revisions

From LSJ

χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill

Source
(6_14)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''φῠσιουργός''': ὁ (*[[ἔργω]]) ὁ ποιητὴς τῆς φύσεως, Ἀθανάσ. τ. 2, σ. 390.
|lstext='''φῠσιουργός''': ὁ (*[[ἔργω]]) ὁ ποιητὴς τῆς φύσεως, Ἀθανάσ. τ. 2, σ. 390.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />[[δημιουργός]] της φύσης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φύσις]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), [[πρβλ]]. [[ξυλουργός]]].
}}
}}

Latest revision as of 12:04, 10 May 2023

Greek (Liddell-Scott)

φῠσιουργός: ὁ (*ἔργω) ὁ ποιητὴς τῆς φύσεως, Ἀθανάσ. τ. 2, σ. 390.

Greek Monolingual

ὁ, Α
δημιουργός της φύσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φύσις + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. ξυλουργός].