τωθασμός: Difference between revisions

From LSJ

περὶ ταῦτα οὕτω σφι νενομοθέτηται → it has been so ordained by law

Source
(6_14)
m (LSJ1 replacement)
 
(17 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tothasmos
|Transliteration C=tothasmos
|Beta Code=twqasmo/s
|Beta Code=twqasmo/s
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">scoffing, jeering</b>, <span class="bibl">Arist. <span class="title">Pol.</span>1336b17</span>, <span class="bibl">D.H.3.71</span>, <span class="bibl">Ph.2.83</span>, Suid.</span>
|Definition=ὁ, [[scoffing]], [[jeering]], Arist. ''Pol.''1336b17, D.H.3.71, Ph.2.83, Suid.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />[[moquerie]], [[raillerie]], [[injure]].<br />'''Étymologie:''' [[τωθάζω]].
}}
{{elnl
|elnltext=τωθασμός -οῦ, ὁ [τωθάζω] [[bespotting]].
}}
{{pape
|ptext=ὁ, <i>Hohn, [[Spott]], [[Verspottung]], [[Neckerei]]</i>, Arist. <i>Pol</i>. 7.17.
}}
{{elru
|elrutext='''τωθασμός:''' ὁ [[насмешка]], [[осмеяние]] Arst.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τωθασμός''': ὁ, ἐμπαιγμός, [[μυκτηρισμός]], ἐπιμελὲς ἔστω τοῖς ἄρχουσι μηθὲν [[μήτε]] [[ἄγαλμα]] [[μήτε]] γραφὴν [[εἶναι]] τοιούτων πράξεων (δηλ. ἀσχημόνων) μίμησιν, εἰ μὴ [[παρά]] τισι θεοῖς τοιούτοις οἷς καὶ τὸν τωθασμὸν ἀποδίδωσιν ὁ [[νόμος]] Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 17, 10, Σουΐδ. ἐν λέξ. Ἀδάμ.
|lstext='''τωθασμός''': ὁ, ἐμπαιγμός, [[μυκτηρισμός]], ἐπιμελὲς ἔστω τοῖς ἄρχουσι μηθὲν [[μήτε]] [[ἄγαλμα]] [[μήτε]] γραφὴν [[εἶναι]] τοιούτων πράξεων (δηλ. ἀσχημόνων) μίμησιν, εἰ μὴ [[παρά]] τισι θεοῖς τοιούτοις οἷς καὶ τὸν τωθασμὸν ἀποδίδωσιν ὁ [[νόμος]] Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 17, 10, Σουΐδ. ἐν λέξ. Ἀδάμ.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α [[τωθάζω]]<br />η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[τωθάζω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τωθασμός:''' ὁ, [[εμπαιγμός]], [[χλευασμός]], σε Αριστ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[τωθασμός]], οῦ, ὁ,<br />[[scoffing]], jeering, Arist.
}}
}}

Latest revision as of 11:44, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τωθασμός Medium diacritics: τωθασμός Low diacritics: τωθασμός Capitals: ΤΩΘΑΣΜΟΣ
Transliteration A: tōthasmós Transliteration B: tōthasmos Transliteration C: tothasmos Beta Code: twqasmo/s

English (LSJ)

ὁ, scoffing, jeering, Arist. Pol.1336b17, D.H.3.71, Ph.2.83, Suid.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
moquerie, raillerie, injure.
Étymologie: τωθάζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τωθασμός -οῦ, ὁ [τωθάζω] bespotting.

German (Pape)

ὁ, Hohn, Spott, Verspottung, Neckerei, Arist. Pol. 7.17.

Russian (Dvoretsky)

τωθασμός:насмешка, осмеяние Arst.

Greek (Liddell-Scott)

τωθασμός: ὁ, ἐμπαιγμός, μυκτηρισμός, ἐπιμελὲς ἔστω τοῖς ἄρχουσι μηθὲν μήτε ἄγαλμα μήτε γραφὴν εἶναι τοιούτων πράξεων (δηλ. ἀσχημόνων) μίμησιν, εἰ μὴ παρά τισι θεοῖς τοιούτοις οἷς καὶ τὸν τωθασμὸν ἀποδίδωσιν ὁ νόμος Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 17, 10, Σουΐδ. ἐν λέξ. Ἀδάμ.

Greek Monolingual

ὁ, Α τωθάζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τωθάζω.

Greek Monotonic

τωθασμός: ὁ, εμπαιγμός, χλευασμός, σε Αριστ.

Middle Liddell

τωθασμός, οῦ, ὁ,
scoffing, jeering, Arist.