νομοδότης: Difference between revisions

From LSJ

ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει → take up thy bed and walk, take up your bed and walk, pick up your mat and walk

Source
(6_15)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=nomodotis
|Transliteration C=nomodotis
|Beta Code=nomodo/ths
|Beta Code=nomodo/ths
|Definition=ου, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">lawgiver</b>, Sm.<span class="title">Ps.</span>75(76).12.</span>
|Definition=νομοδότου, ὁ, [[lawgiver]], Sm.''Ps.''75(76).12.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''νομοδότης''': ὁ, ὁ δοὺς νόμους, [[νομοθέτης]], Σύμμ. ἐν Ψαλμ. ΟΕ΄, 12, 13, Μεθόδ. 360Α.
|lstext='''νομοδότης''': ὁ, ὁ δοὺς νόμους, [[νομοθέτης]], Σύμμ. ἐν Ψαλμ. ΟΕ΄, 12, 13, Μεθόδ. 360Α.
}}
{{grml
|mltxt=[[νομοδότης]], ὁ (ΑΜ)<br />(για τον Θεό) αυτός που δίνει, που ορίζει τους νόμους, ο [[νομοθέτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νόμος]] <span style="color: red;">+</span> -[[δότης]] (<span style="color: red;"><</span> [[δίδωμι]]), [[πρβλ]]. [[αιμοδότης]].
}}
}}

Latest revision as of 12:22, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νομοδότης Medium diacritics: νομοδότης Low diacritics: νομοδότης Capitals: ΝΟΜΟΔΟΤΗΣ
Transliteration A: nomodótēs Transliteration B: nomodotēs Transliteration C: nomodotis Beta Code: nomodo/ths

English (LSJ)

νομοδότου, ὁ, lawgiver, Sm.Ps.75(76).12.

Greek (Liddell-Scott)

νομοδότης: ὁ, ὁ δοὺς νόμους, νομοθέτης, Σύμμ. ἐν Ψαλμ. ΟΕ΄, 12, 13, Μεθόδ. 360Α.

Greek Monolingual

νομοδότης, ὁ (ΑΜ)
(για τον Θεό) αυτός που δίνει, που ορίζει τους νόμους, ο νομοθέτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόμος + -δότης (< δίδωμι), πρβλ. αιμοδότης.