ἡμεροποιός: Difference between revisions

From LSJ

εἰ μὴ μάλα γέ τινες ὀλίγοι ὧν ἐγὼ ἐντετύχηκα → apart from a very few whom I've met

Source
(CSV import)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=imeropoios
|Transliteration C=imeropoios
|Beta Code=h(meropoio/s
|Beta Code=h(meropoio/s
|Definition=όν, <span class="title">Gloss.</span>
|Definition=ἡμεροποιόν, ''Glossaria''.
}}
{{ls
|lstext='''ἡμεροποιός''': -όν, ποιῶν τι ἤ τινα ἥμερον, Γλωσσ.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἡμεροποιός]], -όν (Α)<br />αυτός που κάνει ήμερο κάποιον ή [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ήμερος]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]] (<span style="color: red;"><</span> [[ποιώ]]) [[πρβλ]]. [[ηθοποιός]], [[θαυματοποιός]].
}}
}}

Latest revision as of 12:38, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμεροποιός Medium diacritics: ἡμεροποιός Low diacritics: ημεροποιός Capitals: ΗΜΕΡΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: hēmeropoiós Transliteration B: hēmeropoios Transliteration C: imeropoios Beta Code: h(meropoio/s

English (LSJ)

ἡμεροποιόν, Glossaria.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμεροποιός: -όν, ποιῶν τι ἤ τινα ἥμερον, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ἡμεροποιός, -όν (Α)
αυτός που κάνει ήμερο κάποιον ή κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήμερος + -ποιός (< ποιώ) πρβλ. ηθοποιός, θαυματοποιός.