θεόκλητος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ χρὴ φέρειν τὰ πρόσθεν ἐν μνήμῃ κακά → Mala pristina haud oportet ferre in memoria → Du darfst nicht im Gedächtnis tragen früheres Leid

Menander, Monostichoi, 435
(6_17)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=theoklitos
|Transliteration C=theoklitos
|Beta Code=qeo/klhtos
|Beta Code=qeo/klhtos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">sung by gods</b>, <span class="bibl">Nonn.<span class="title">D.</span>5.92</span>.</span>
|Definition=θεόκλητον, [[sung by gods]], [[Nonnus Epicus|Nonn.]] ''[[Dionysiaca|D.]]'' 5.92.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θεόκλητος''': -ον, κληθεὶς ὑπὸ τοῦ Θεοῦ, Νόνν. Ἰω. 1. στίχ. 23· ψαλλόμενος ὑπὸ τοῦ Θεοῦ, ὁ αὐτ. Δ. 5. 92. ΙΙ. θ. [[μέλαθρον]], ὁ [[οἶκος]] ἐν ᾧ γίνεται [[ἐπίκλησις]] τοῦ Θεοῦ, ὁ αὐτ.
|lstext='''θεόκλητος''': -ον, κληθεὶς ὑπὸ τοῦ Θεοῦ, Νόνν. Ἰω. 1. στίχ. 23· ψαλλόμενος ὑπὸ τοῦ Θεοῦ, ὁ αὐτ. Δ. 5. 92. ΙΙ. θ. [[μέλαθρον]], ὁ [[οἶκος]] ἐν ᾧ γίνεται [[ἐπίκλησις]] τοῦ Θεοῦ, ὁ αὐτ.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[θεόκλητος]], -ον)<br />(νεοελλ.-μσν.)<br />ο προορισμένος για κάποιο [[έργο]] σύμφωνα με τη [[θεία]] [[βούληση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ψάλλεται ή που λέγεται από θεό («[[θεόκλητος]] [[ὑμέναιος]]», <b>Νόνν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «θεόκλητον [[μέλαθρον]]» — ο [[οίκος]] στον οποίο επικαλείται [[κάποιος]] τον θεό (<b>Νόνν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θεο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κλητος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[καλώ]]), [[πρβλ]]. <i>α</i>-[[μετά]]-<i>κλητος</i>, <i>αυτό</i>-<i>κλητος</i>].
}}
}}

Latest revision as of 11:42, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεόκλητος Medium diacritics: θεόκλητος Low diacritics: θεόκλητος Capitals: ΘΕΟΚΛΗΤΟΣ
Transliteration A: theóklētos Transliteration B: theoklētos Transliteration C: theoklitos Beta Code: qeo/klhtos

English (LSJ)

θεόκλητον, sung by gods, Nonn. D. 5.92.

German (Pape)

[Seite 1196] von Gott gerufen, Nonn. par. 1, 75; auch νηός, wo Gott angerufen wird, id.

Greek (Liddell-Scott)

θεόκλητος: -ον, κληθεὶς ὑπὸ τοῦ Θεοῦ, Νόνν. Ἰω. 1. στίχ. 23· ψαλλόμενος ὑπὸ τοῦ Θεοῦ, ὁ αὐτ. Δ. 5. 92. ΙΙ. θ. μέλαθρον, ὁ οἶκος ἐν ᾧ γίνεται ἐπίκλησις τοῦ Θεοῦ, ὁ αὐτ.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM θεόκλητος, -ον)
(νεοελλ.-μσν.)
ο προορισμένος για κάποιο έργο σύμφωνα με τη θεία βούληση
αρχ.
1. αυτός που ψάλλεται ή που λέγεται από θεό («θεόκλητος ὑμέναιος», Νόνν.)
2. φρ. «θεόκλητον μέλαθρον» — ο οίκος στον οποίο επικαλείται κάποιος τον θεό (Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -κλητος (< καλώ), πρβλ. α-μετά-κλητος, αυτό-κλητος].