στερροσώματος: Difference between revisions
From LSJ
εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun
(6_18) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sterrosomatos | |Transliteration C=sterrosomatos | ||
|Beta Code=sterrosw/matos | |Beta Code=sterrosw/matos | ||
|Definition= | |Definition=στερροσώματον, [[with strong body]] or [[frame]], Xenarch.1.10 (Lob. for [[στερνοσώματος]]). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στερροσώματος''': -ον, ὁ ἔχων στερεὸν [[σῶμα]], Ξέναρχ. ἐν «Βουτ.» 1, κατὰ τὸν Λοβέκ. ἀντὶ [[στερνοσώματος]], ἴδε Meineke ἐν τόπῳ. | |lstext='''στερροσώματος''': -ον, ὁ ἔχων στερεὸν [[σῶμα]], Ξέναρχ. ἐν «Βουτ.» 1, κατὰ τὸν Λοβέκ. ἀντὶ [[στερνοσώματος]], ἴδε Meineke ἐν τόπῳ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει στερεό, ισχυρό [[σώμα]] ή [[στερεά]] [[κατασκευή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στερρός]], [[άλλος]] τ. του [[στερεός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>σώματος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σῶμα]], -<i>ατος</i>), [[πρβλ]]. [[μεγαλοσώματος]]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>von hartem, [[festem]] [[Leibe]]</i>, Conj. für [[στερνοσώματος]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:29, 25 August 2023
English (LSJ)
στερροσώματον, with strong body or frame, Xenarch.1.10 (Lob. for στερνοσώματος).
Greek (Liddell-Scott)
στερροσώματος: -ον, ὁ ἔχων στερεὸν σῶμα, Ξέναρχ. ἐν «Βουτ.» 1, κατὰ τὸν Λοβέκ. ἀντὶ στερνοσώματος, ἴδε Meineke ἐν τόπῳ.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει στερεό, ισχυρό σώμα ή στερεά κατασκευή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερρός, άλλος τ. του στερεός + -σώματος (< σῶμα, -ατος), πρβλ. μεγαλοσώματος].
German (Pape)
von hartem, festem Leibe, Conj. für στερνοσώματος.