νοοποιός: Difference between revisions
From LSJ
Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.
(6_18) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=noopoios | |Transliteration C=noopoios | ||
|Beta Code=noopoio/s | |Beta Code=noopoio/s | ||
|Definition= | |Definition=νοοποιόν, [[creating Intelligence]], δύναμις Plot.6.8.18, cf. Procl.''in Ti.''1.311 D., ''in Prm.''p.543 S., Dam.''Pr.''90. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νοοποιός''': -όν, ὁ ποιῶν νοῦν, παρέχων νοῦν, [[δύναμις]] Πλωτῖνος 753C. | |lstext='''νοοποιός''': -όν, ὁ ποιῶν νοῦν, παρέχων νοῦν, [[δύναμις]] Πλωτῖνος 753C. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[νοοποιός]], -όν (Α)<br />αυτός που δημιουργεί νου ή αυτός που παρέχει νου («τῆς τοιαύτης δυνάμεως τῆς νοοποιοῦ», Πλωτ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νόος]] / [[νοῦς]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:16, 25 August 2023
English (LSJ)
νοοποιόν, creating Intelligence, δύναμις Plot.6.8.18, cf. Procl.in Ti.1.311 D., in Prm.p.543 S., Dam.Pr.90.
Greek (Liddell-Scott)
νοοποιός: -όν, ὁ ποιῶν νοῦν, παρέχων νοῦν, δύναμις Πλωτῖνος 753C.
Greek Monolingual
νοοποιός, -όν (Α)
αυτός που δημιουργεί νου ή αυτός που παρέχει νου («τῆς τοιαύτης δυνάμεως τῆς νοοποιοῦ», Πλωτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόος / νοῦς + -ποιός].