μαμμίδιον: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
(6_22)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mammidion
|Transliteration C=mammidion
|Beta Code=mammi/dion
|Beta Code=mammi/dion
|Definition=τό, Dim. of [[μαμμία]], Plu.2.858c, <span class="bibl">Hld.7.10</span>:—also μαμμ-ίον, τό, Phryn.110.
|Definition=τό, ''Dim. of'' [[μαμμία]], Plu.2.858c, Hld.7.10:—also [[μαμμιδίον]], τό, Phryn.110.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />[[petite maman]], [[petite mère]].<br />'''Étymologie:''' dim. de [[μάμμη]].
}}
{{pape
|ptext=τό, dim. zu [[μαμμία]], <i>[[Mütterchen]]</i>, Plut. und andere Spätere
}}
{{elru
|elrutext='''μαμμίδιον:''' (ῐδ) τό матушка, мамочка Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μαμμίδιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[μαμμία]], Πλουτ. 2. 858C, Ἡλιόδ. 7. 10· οὕτω μαμμίον, τό, Φρύν. 135.
|lstext='''μαμμίδιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[μαμμία]], Πλουτ. 2. 858C, Ἡλιόδ. 7. 10· οὕτω μαμμίον, τό, Φρύν. 135.
}}
{{grml
|mltxt=[[μαμμίδιον]], τὸ (Α) [[μάμμη]]<br />(υποκορ. του [[μαμμία]]) [[μαμάκα]], [[μαννούλα]] («τὴν δὲ παῖδα πρὸς τὴν [[μητέρα]] φράσαι τὴν ἑαυτῆς ὅτι, ὦ [[μαμμίδιον]], οὐ μίγνυταί μοι κατὰ νόμον», <b>Πλούτ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 14:41, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαμμίδιον Medium diacritics: μαμμίδιον Low diacritics: μαμμίδιον Capitals: ΜΑΜΜΙΔΙΟΝ
Transliteration A: mammídion Transliteration B: mammidion Transliteration C: mammidion Beta Code: mammi/dion

English (LSJ)

τό, Dim. of μαμμία, Plu.2.858c, Hld.7.10:—also μαμμιδίον, τό, Phryn.110.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petite maman, petite mère.
Étymologie: dim. de μάμμη.

German (Pape)

τό, dim. zu μαμμία, Mütterchen, Plut. und andere Spätere

Russian (Dvoretsky)

μαμμίδιον: (ῐδ) τό матушка, мамочка Plut.

Greek (Liddell-Scott)

μαμμίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ μαμμία, Πλουτ. 2. 858C, Ἡλιόδ. 7. 10· οὕτω μαμμίον, τό, Φρύν. 135.

Greek Monolingual

μαμμίδιον, τὸ (Α) μάμμη
(υποκορ. του μαμμία) μαμάκα, μαννούλα («τὴν δὲ παῖδα πρὸς τὴν μητέρα φράσαι τὴν ἑαυτῆς ὅτι, ὦ μαμμίδιον, οὐ μίγνυταί μοι κατὰ νόμον», Πλούτ.).