ὀνομακλήτωρ: Difference between revisions

From LSJ

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125
(6_19)
m (LSJ1 replacement)
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=onomaklitor
|Transliteration C=onomaklitor
|Beta Code=o)nomaklh/twr
|Beta Code=o)nomaklh/twr
|Definition=ορος, ὁ, (καλέω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">one who announces guests by name</b>, Lat. <b class="b2">nomenclator</b>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Merc.Cond.</span>10</span>, <span class="bibl">Ath.2.47e</span>.</span>
|Definition=-ορος, ὁ, ([[καλέω]]) [[one who announces guests by name]], Lat. [[nomenclator]], Luc.Merc.Cond.10, Ath.2.47e.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0349.png Seite 349]] ορος, ὁ, der die Namen der Leute (kennt u.) nennt, das lat. nomenclator; Ath. II, 47 e; Luc. merc. cond. 12.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0349.png Seite 349]] ορος, ὁ, der die Namen der Leute (kennt u.) nennt, das lat. nomenclator; Ath. II, 47 e; Luc. merc. cond. 12.
}}
{{bailly
|btext=τορος (ὁ) :<br />serviteur chargé de nommer à son maître les passants <i>ou</i> les citoyens ; <i>à Rome</i> nomenclator.<br />'''Étymologie:''' [[ὄνομα]], [[καλέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀνομακλήτωρ:''' ορος ὁ (лат. [[nomenclator]]) номенклатор (в Риме - раб, записывавший и докладывавший хозяину имена посетителей) Luc.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀνομακλήτωρ''': -ορος, ὁ ([[καλέω]]) ὁ ἀναγγέλλων τοὺς δαιτυμόνας [[ὀνομαστί]], Λατ. nomenclator, Λουκ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 12, Ἀθήν. 47D.
|lstext='''ὀνομακλήτωρ''': -ορος, ὁ ([[καλέω]]) ὁ ἀναγγέλλων τοὺς δαιτυμόνας [[ὀνομαστί]], Λατ. nomenclator, Λουκ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 12, Ἀθήν. 47D.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀνομακλήτωρ]], ὁ (ΑΜ, Μ και [[ὀνοματοκλήτωρ]])<br />[[υπηρέτης]] [[εντεταλμένος]] να αναγγέλλει ονομαστικά τους καλεσμένους σε μια [[εκδήλωση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. αποτελεί [[απόδοση]] στην Ελληνική του λατ. <i>nomencl</i><i>ā</i><i>tor</i> (<b>βλ.</b> και λ. [[νομεγκλάτωρ]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀνομακλήτωρ:''' -ορος, ὁ ([[καλέω]]), αυτός που αναγγέλλει τους προσκεκλημένους με το όνομά τους, Λατ. [[nomenclator]], σε Λουκ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὀνομα-[[κλήτωρ]], ορος, ὁ, [[καλέω]]<br />one who announces guests by [[name]], Lat. [[nomenclator]], Luc.
}}
}}

Latest revision as of 09:19, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀνομακλήτωρ Medium diacritics: ὀνομακλήτωρ Low diacritics: ονομακλήτωρ Capitals: ΟΝΟΜΑΚΛΗΤΩΡ
Transliteration A: onomaklḗtōr Transliteration B: onomaklētōr Transliteration C: onomaklitor Beta Code: o)nomaklh/twr

English (LSJ)

-ορος, ὁ, (καλέω) one who announces guests by name, Lat. nomenclator, Luc.Merc.Cond.10, Ath.2.47e.

German (Pape)

[Seite 349] ορος, ὁ, der die Namen der Leute (kennt u.) nennt, das lat. nomenclator; Ath. II, 47 e; Luc. merc. cond. 12.

French (Bailly abrégé)

τορος (ὁ) :
serviteur chargé de nommer à son maître les passants ou les citoyens ; à Rome nomenclator.
Étymologie: ὄνομα, καλέω.

Russian (Dvoretsky)

ὀνομακλήτωρ: ορος ὁ (лат. nomenclator) номенклатор (в Риме - раб, записывавший и докладывавший хозяину имена посетителей) Luc.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνομακλήτωρ: -ορος, ὁ (καλέω) ὁ ἀναγγέλλων τοὺς δαιτυμόνας ὀνομαστί, Λατ. nomenclator, Λουκ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 12, Ἀθήν. 47D.

Greek Monolingual

ὀνομακλήτωρ, ὁ (ΑΜ, Μ και ὀνοματοκλήτωρ)
υπηρέτης εντεταλμένος να αναγγέλλει ονομαστικά τους καλεσμένους σε μια εκδήλωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αποτελεί απόδοση στην Ελληνική του λατ. nomenclātor (βλ. και λ. νομεγκλάτωρ)].

Greek Monotonic

ὀνομακλήτωρ: -ορος, ὁ (καλέω), αυτός που αναγγέλλει τους προσκεκλημένους με το όνομά τους, Λατ. nomenclator, σε Λουκ.

Middle Liddell

ὀνομα-κλήτωρ, ορος, ὁ, καλέω
one who announces guests by name, Lat. nomenclator, Luc.