λυπρόγεως: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum

Menander, Monostichoi, 404
(6_22)
 
mNo edit summary
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=λυπρόγεως
|Medium diacritics=λυπρόγεως
|Low diacritics=λυπρόγεως
|Capitals=ΛΥΠΡΟΓΕΩΣ
|Transliteration A=lyprógeōs
|Transliteration B=lyprogeōs
|Transliteration C=lyprogeos
|Beta Code=lupro/gews
|Definition=ων, [[with poor soil]], Ph. 2.294, App. ''Hisp.'' 59 (-γειον codd., -γαιον Suid.).
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λυπρόγεως''': -ων, ἔχων γῆν λυπράν, ἄγονον, Ἀππ. Ἰβηρ. 59 (Σουΐδ. -γαιος), Φίλων 2. 294· ἴδε τὸ ἑπόμ.
|lstext='''λυπρόγεως''': -ων, ἔχων γῆν λυπράν, ἄγονον, Ἀππ. Ἰβηρ. 59 (Σουΐδ. -γαιος), Φίλων 2. 294· ἴδε τὸ ἑπόμ.
}}
{{grml
|mltxt=[[λυπρόγεως]], -ων, ουδ. και λυπρόγαιον (AM)<br /> <b>1.</b> αυτός που έχει ισχνή, φτωχή, άγονη γη<br /> <b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ λυπρόγεων</i> ή <i>τὸ λυπρόγαιον</i><br /> η [[ξηρότητα]] της γης, η [[αγονία]] («λυπρογέῳ νησιδίῳ», Κ. Μανασσ.).<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λυπρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>γεως</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>γῆ</i>), [[πρβλ]]. [[λεπτόγεως]], [[μελάγγεως]]].
}}
{{pape
|ptext=ων, att. = [[λυπρόγαιος]].
}}
}}

Latest revision as of 13:11, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λυπρόγεως Medium diacritics: λυπρόγεως Low diacritics: λυπρόγεως Capitals: ΛΥΠΡΟΓΕΩΣ
Transliteration A: lyprógeōs Transliteration B: lyprogeōs Transliteration C: lyprogeos Beta Code: lupro/gews

English (LSJ)

ων, with poor soil, Ph. 2.294, App. Hisp. 59 (-γειον codd., -γαιον Suid.).

Greek (Liddell-Scott)

λυπρόγεως: -ων, ἔχων γῆν λυπράν, ἄγονον, Ἀππ. Ἰβηρ. 59 (Σουΐδ. -γαιος), Φίλων 2. 294· ἴδε τὸ ἑπόμ.

Greek Monolingual

λυπρόγεως, -ων, ουδ. και λυπρόγαιον (AM)
1. αυτός που έχει ισχνή, φτωχή, άγονη γη
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ λυπρόγεων ή τὸ λυπρόγαιον
η ξηρότητα της γης, η αγονία («λυπρογέῳ νησιδίῳ», Κ. Μανασσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λυπρός + -γεως (< γῆ), πρβλ. λεπτόγεως, μελάγγεως].

German (Pape)

ων, att. = λυπρόγαιος.