θεματίτης: Difference between revisions

From LSJ

ὀφθαλμοὶ γὰρ τῶν ὤτων ἀκριβέστεροι μάρτυρες → the eyes are more accurate witnesses than the ears, the eyes are more exact witnesses than the ears

Source
(CSV import)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=thematitis
|Transliteration C=thematitis
|Beta Code=qemati/ths
|Beta Code=qemati/ths
|Definition=[<b class="b3">ῑ], ου, ὁ</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">depositor</b>, <span class="title">SIG</span>742.59 (Ephesus, i B.C.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b3">θ. ἀγών, ὁ</b>,= <b class="b3">θεματικὸς ἀγών</b>, <span class="title">IG</span>14.1102.33.</span>
|Definition=[ῑ], ου, ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[depositor]], ''SIG''742.59 (Ephesus, i B.C.).<br><span class="bld">2</span> <b class="b3">θ. ἀγών, ὁ</b>, = <b class="b3">θεματικὸς ἀγών</b>, ''IG''14.1102.33.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1193.png Seite 1193]] [[ἀγών]], ὁ, = [[θεματικός]], Inscr.
}}
{{ls
|lstext='''θεμᾰτίτης''': [[ἀγών]], ὁ, = θεματικὸς [[ἀγών]], Συλλ. Ἐπιγραφ. 5913. 33. -Πρβλ. Θεματεῖται.
}}
{{grml
|mltxt=[[θεματίτης]], ὁ (Α) [[θέμα]]<br /><b>επιγρ.</b><br /><b>1.</b> (για αγώνες) [[θεματικός]], συνδεδεμένος με [[βραβείο]] («[[θεματίτης]] [[ἀγών]]» — ο [[θεματικός]] [[αγώνας]])<br /><b>2.</b> αυτός που καταθέτει χρήματα σε τραπεζίτες.
}}
}}

Latest revision as of 10:54, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεμᾰτίτης Medium diacritics: θεματίτης Low diacritics: θεματίτης Capitals: ΘΕΜΑΤΙΤΗΣ
Transliteration A: thematítēs Transliteration B: thematitēs Transliteration C: thematitis Beta Code: qemati/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ,
A depositor, SIG742.59 (Ephesus, i B.C.).
2 θ. ἀγών, ὁ, = θεματικὸς ἀγών, IG14.1102.33.

German (Pape)

[Seite 1193] ἀγών, ὁ, = θεματικός, Inscr.

Greek (Liddell-Scott)

θεμᾰτίτης: ἀγών, ὁ, = θεματικὸς ἀγών, Συλλ. Ἐπιγραφ. 5913. 33. -Πρβλ. Θεματεῖται.

Greek Monolingual

θεματίτης, ὁ (Α) θέμα
επιγρ.
1. (για αγώνες) θεματικός, συνδεδεμένος με βραβείοθεματίτης ἀγών» — ο θεματικός αγώνας)
2. αυτός που καταθέτει χρήματα σε τραπεζίτες.