θυρωτός: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
(CSV import)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(17 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=thyrotos
|Transliteration C=thyrotos
|Beta Code=qurwto/s
|Beta Code=qurwto/s
|Definition=όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">with a door</b> or <b class="b2">aperture</b>, στήθη <span class="bibl">Babr.59.11</span>: neut. as Subst., θυρ-ωτόν, τό, <b class="b2">doorway</b>, IG4.1484.304 (Epid., dual).</span>
|Definition=θυρωτόν, [[with a door]] or [[aperture]], στήθη Babr.59.11: neut. as [[substantive]], θυρ-ωτόν, τό, [[doorway]], IG4.1484.304 (Epid., dual).
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />[[garni d'une porte]].<br />'''Étymologie:''' [[θυρόω]].
}}
{{elru
|elrutext='''θῠρωτός:''' [[снабженный дверью]] Babr.
}}
{{ls
|lstext='''θυρωτός''': -όν, ἔχων θύραν ἢ [[ἄνοιγμα]], Βαβρ. 59. 11.
}}
{{grml
|mltxt=[[θυρωτός]], -ή, -όν (Α) [[θύρα]]<br />αυτός που έχει [[θύρα]] ή [[άνοιγμα]]<br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το θυρωτόν</i><br />α) [[άνοιγμα]] για [[θύρα]]<br />β. [[κούφωμα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''θυρωτός:''' όν ([[θυρόω]]), αυτός που έχει πόρτα ή [[άνοιγμα]], σε Βάβρ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[θυρωτός]], όν [[θυρόω]]<br />with a [[door]] or [[aperture]], Babr.
}}
}}

Latest revision as of 11:11, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θυρωτός Medium diacritics: θυρωτός Low diacritics: θυρωτός Capitals: ΘΥΡΩΤΟΣ
Transliteration A: thyrōtós Transliteration B: thyrōtos Transliteration C: thyrotos Beta Code: qurwto/s

English (LSJ)

θυρωτόν, with a door or aperture, στήθη Babr.59.11: neut. as substantive, θυρ-ωτόν, τό, doorway, IG4.1484.304 (Epid., dual).

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
garni d'une porte.
Étymologie: θυρόω.

Russian (Dvoretsky)

θῠρωτός: снабженный дверью Babr.

Greek (Liddell-Scott)

θυρωτός: -όν, ἔχων θύραν ἢ ἄνοιγμα, Βαβρ. 59. 11.

Greek Monolingual

θυρωτός, -ή, -όν (Α) θύρα
αυτός που έχει θύρα ή άνοιγμα
το ουδ. ως ουσ. το θυρωτόν
α) άνοιγμα για θύρα
β. κούφωμα.

Greek Monotonic

θυρωτός: όν (θυρόω), αυτός που έχει πόρτα ή άνοιγμα, σε Βάβρ.

Middle Liddell

θυρωτός, όν θυρόω
with a door or aperture, Babr.