θυσανωτός: Difference between revisions

From LSJ

Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticumWegzehrung für das Alter sorge stets dir vor

Menander, Monostichoi, 154
(CSV import)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(17 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=thysanotos
|Transliteration C=thysanotos
|Beta Code=qusanwto/s
|Beta Code=qusanwto/s
|Definition=ή, όν,= <b class="b3">θυσανόεις, κιθών, αἰγέη</b>, <span class="bibl">Hdt.2.81</span>,<span class="bibl">4.189</span>; <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> ἔνδυμα <span class="bibl">J.<span class="title">BJ</span>5.5.7</span>.</span>
|Definition=θυσανωτή, θυσανωτόν, = [[θυσανόεις]], [[κιθών]], [[αἰγέη]], [[Herodotus|Hdt.]]2.81,4.189; ἔνδυμα J.''BJ''5.5.7.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1228.png Seite 1228]] mit Troddeln, Quasten versehen; κιθῶνες, αἰγέαι, Her. 2, 81. 4, 189; Ios.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />[[garni de franges]], [[d'une bordure]].<br />'''Étymologie:''' [[θύσανος]].
}}
{{elru
|elrutext='''θῠσᾰνωτός:''' [[украшенный или отделанный бахромой]] ([[κιθών]], [[αἰγέη]] Her.).
}}
{{ls
|lstext='''θῠσᾰνωτός''': -ή, -όν, ὡς εἰ ἐκ τοῦ θυσανόω, = [[θυσανόεις]], [[κιθών]], αἰγέη Ἡρόδ. 2. 81., 4. 189· [[ἔνδυμα]] Ἰώσηπ. Ἰουδ. Πολ. 5. 5, 7.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[θυσανωτός]], -ή, -όν) [[θύσανος]]<br />αυτός που έχει θυσάνους, όμοιος με θύσανο, [[κροσσωτός]], [[φουντωτός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''θῠσᾰνωτός:''' -ή, -όν (όπως από το <i>θυσανόω</i>), = [[θυσανόεις]], σε Ηρόδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=θῠσᾰνωτός, ή, όν [as if from θυσανόω] = [[θυσανόεις]], Hdt.]
}}
}}

Latest revision as of 12:07, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῠσανωτός Medium diacritics: θυσανωτός Low diacritics: θυσανωτός Capitals: ΘΥΣΑΝΩΤΟΣ
Transliteration A: thysanōtós Transliteration B: thysanōtos Transliteration C: thysanotos Beta Code: qusanwto/s

English (LSJ)

θυσανωτή, θυσανωτόν, = θυσανόεις, κιθών, αἰγέη, Hdt.2.81,4.189; ἔνδυμα J.BJ5.5.7.

German (Pape)

[Seite 1228] mit Troddeln, Quasten versehen; κιθῶνες, αἰγέαι, Her. 2, 81. 4, 189; Ios.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
garni de franges, d'une bordure.
Étymologie: θύσανος.

Russian (Dvoretsky)

θῠσᾰνωτός: украшенный или отделанный бахромой (κιθών, αἰγέη Her.).

Greek (Liddell-Scott)

θῠσᾰνωτός: -ή, -όν, ὡς εἰ ἐκ τοῦ θυσανόω, = θυσανόεις, κιθών, αἰγέη Ἡρόδ. 2. 81., 4. 189· ἔνδυμα Ἰώσηπ. Ἰουδ. Πολ. 5. 5, 7.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α θυσανωτός, -ή, -όν) θύσανος
αυτός που έχει θυσάνους, όμοιος με θύσανο, κροσσωτός, φουντωτός.

Greek Monotonic

θῠσᾰνωτός: -ή, -όν (όπως από το θυσανόω), = θυσανόεις, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

θῠσᾰνωτός, ή, όν [as if from θυσανόω] = θυσανόεις, Hdt.]