λάξις: Difference between revisions
ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up
(Bailly1_3) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(12 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=laxis | |Transliteration C=laxis | ||
|Beta Code=la/cis | |Beta Code=la/cis | ||
|Definition=(not λᾶξις), ιος, ἡ, ([[λαχεῖν]]) Ion. for [[λῆξις]] (A), | |Definition=(not λᾶξις), ιος, ἡ, ([[λαχεῖν]]) Ion. for [[λῆξις]] (A), [[that which is assigned by lot]], an [[allotment of land]], [[Herodotus|Hdt.]]4.21; μοίρης λ. ''SIG''57.35 (Miletus, v B. C.); so prob. καί σφε τεὴν ἐκρίναο λάξιν Call.''Jov''.80. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0015.png Seite 15]] ἡ, ion. = λάχεσις, Her. 4, 21, das durch das Loos zugetheilte Stück Land. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0015.png Seite 15]] ἡ, ion. = λάχεσις, Her. 4, 21, das durch das Loos zugetheilte Stück Land. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ιος (ἡ) :<br />[[lot de terre attribué par le sort]].<br />'''Étymologie:''' R. Λαχ ; cf. [[λαγχάνω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λάξις:''' ιος ἡ [[λαγχάνω]] (отведенный по жребию) [[участок земли]], [[земельная площадь]] Her. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λάξις''': (οὐχὶ λᾶξις), ιος, ἡ, (λαχεῖν) ὡς τὸ λάχεσις, τὸ διὰ κλήρου ἀπονεμόμενον εἴς τινα, [[μέρος]] γῆς, Ἰων. [[τύπος]] ἐν χρήσει παρ’ Ἡροδ. 4. 21· οὕτω πιθαν., καί σφε τεὴν ἐκρίναο λάξιν Καλλ. εἰς Δία 80. Πρβλ. [[λῆξις]]. | |lstext='''λάξις''': (οὐχὶ λᾶξις), ιος, ἡ, (λαχεῖν) ὡς τὸ λάχεσις, τὸ διὰ κλήρου ἀπονεμόμενον εἴς τινα, [[μέρος]] γῆς, Ἰων. [[τύπος]] ἐν χρήσει παρ’ Ἡροδ. 4. 21· οὕτω πιθαν., καί σφε τεὴν ἐκρίναο λάξιν Καλλ. εἰς Δία 80. Πρβλ. [[λῆξις]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{grml | ||
| | |mltxt=[[λάξις]], -ιος, ἡ (Α)<br />[[τμήμα]] γης που δίνεται με κλήρο, [[κλήρος]] γης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ιων. τ. του [[λῆξις]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''λάξις:''' -ιος, ἡ (λᾰχεῖν), [[κομμάτι]] γης που απονέμεται σε κάποιον με κλήρο, σε Ηρόδ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[λάξις]], ιος [λᾰχεῖν]<br />an [[allotment]] of [[land]], Hdt. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:06, 4 September 2023
English (LSJ)
(not λᾶξις), ιος, ἡ, (λαχεῖν) Ion. for λῆξις (A), that which is assigned by lot, an allotment of land, Hdt.4.21; μοίρης λ. SIG57.35 (Miletus, v B. C.); so prob. καί σφε τεὴν ἐκρίναο λάξιν Call.Jov.80.
German (Pape)
[Seite 15] ἡ, ion. = λάχεσις, Her. 4, 21, das durch das Loos zugetheilte Stück Land.
French (Bailly abrégé)
ιος (ἡ) :
lot de terre attribué par le sort.
Étymologie: R. Λαχ ; cf. λαγχάνω.
Russian (Dvoretsky)
λάξις: ιος ἡ λαγχάνω (отведенный по жребию) участок земли, земельная площадь Her.
Greek (Liddell-Scott)
λάξις: (οὐχὶ λᾶξις), ιος, ἡ, (λαχεῖν) ὡς τὸ λάχεσις, τὸ διὰ κλήρου ἀπονεμόμενον εἴς τινα, μέρος γῆς, Ἰων. τύπος ἐν χρήσει παρ’ Ἡροδ. 4. 21· οὕτω πιθαν., καί σφε τεὴν ἐκρίναο λάξιν Καλλ. εἰς Δία 80. Πρβλ. λῆξις.
Greek Monolingual
λάξις, -ιος, ἡ (Α)
τμήμα γης που δίνεται με κλήρο, κλήρος γης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ιων. τ. του λῆξις].
Greek Monotonic
λάξις: -ιος, ἡ (λᾰχεῖν), κομμάτι γης που απονέμεται σε κάποιον με κλήρο, σε Ηρόδ.